τριχοφυής: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[έκφυση]] τριχών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τριχοφυές</i><br />το [[φυτό]] [[τριχομανές]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i> / -<i>ομαι</i>, μέσω ενός ουδ. [[φύος]]), <b>πρβλ.</b> <i>κερατο</i>-<i>φυής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[έκφυση]] τριχών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τριχοφυές</i><br />το [[φυτό]] [[τριχομανές]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i> / -<i>ομαι</i>, μέσω ενός ουδ. [[φύος]]), <b>πρβλ.</b> <i>κερατο</i>-<i>φυής</i>].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[Haare]] [[hervorbringend]], [[bekommend]]</i>, Diosc.
}}
}}

Revision as of 16:52, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχοφῠής Medium diacritics: τριχοφυής Low diacritics: τριχοφυής Capitals: ΤΡΙΧΟΦΥΗΣ
Transliteration A: trichophyḗs Transliteration B: trichophyēs Transliteration C: trichofyis Beta Code: trixofuh/s

English (LSJ)

ές, growing or getting hair, Dsc.2.76.18: τριχοφυές, = τριχομανές, Apul. Herb.47 (interpol.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχοφυής: -ές, ὁ συντελῶν πρὸς τριχοφυΐαν, «τὸ δὲ ἄρκειον δοκεῖν τριχοφυὲς εἶναι ἀλωπεκιῶν» Διοσκ. Β΄, 94, σ. 218, Kühn.· τὸ τρ. = τριχομανές, Appul. Barbar. Herb. 47.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
1. αυτός που συντελεί στην έκφυση τριχών
2. το ουδ. ως ουσ. το τριχοφυές
το φυτό τριχομανές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -φυής (< φύω / -ομαι, μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. κερατο-φυής].

German (Pape)

ές, Haare hervorbringend, bekommend, Diosc.