ἀρισκυδής: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρισκυδής]] (-οῦς), -ές (Α)<br />πολύ οργισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σκύζομαι]] «οργίζομαι, [[αγανακτώ]]»]. | |mltxt=[[ἀρισκυδής]] (-οῦς), -ές (Α)<br />πολύ οργισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σκύζομαι]] «οργίζομαι, [[αγανακτώ]]»]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῡ] (σκύζω), <i>sehr [[zornig]]</i>, Callim. frg. 108. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:53, 24 November 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ές, (σκύζω) very wrathful, Call.Fr.108.
Spanish (DGE)
(ἀρισκῡδής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
muy irritado εὖνις ... Διός Call.SHell.267.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρισκῡδής: -ές, (σκύζω) λίαν ὀργίλος, ἀρισκυδὴς εὖνις Διός, ἡ ἄγαν σκυζομένη, ὀργιζομένη, Καλλιμ. Ἀποσπ. 108.
Greek Monolingual
ἀρισκυδής (-οῦς), -ές (Α)
πολύ οργισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + σκύζομαι «οργίζομαι, αγανακτώ»].
German (Pape)
[ῡ] (σκύζω), sehr zornig, Callim. frg. 108.