κρεηδόκος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δέχομαι]]<br />containing [[flesh]], Anth. | |mdlsjtxt=[[δέχομαι]]<br />containing [[flesh]], Anth. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[κρειοδόκος]], [[ἐσχάρα]], Philp. 13 (VI.101). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:53, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, = κρειοδόκος, AP6.101 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. κρειοδόκος.
Russian (Dvoretsky)
κρεηδόκος: принимающий в себя, т. е. хранящий мясо (ἐσχάρα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
κρεηδόκος: ον κρειοδόκος, Ἀνθ. Π. 6. 101.
Greek Monolingual
κρεηδόκος, -ον (Α)
κρειοδόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεη- (βλ. κρεο-) + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντοδόκος, θυοδόκος.
Greek Monotonic
κρεηδόκος: και κρειο-δόκος, -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει κρέας, σε Ανθ.
Middle Liddell
δέχομαι
containing flesh, Anth.
German (Pape)
= κρειοδόκος, ἐσχάρα, Philp. 13 (VI.101).