λιμόξηρος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιμόξηρος]], -ον (Α)<br />εξαντλημένος από την [[ασιτία]], [[κάτισχνος]], [[σκελετωμένος]] από την [[πείνα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λιμοξήρως</i> (Α)<br />με [[εξάντληση]] από την [[πείνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμός]] <span style="color: red;">+</span> [[ξηρός]] ([[πρβλ]]. [[κατάξηρος]], <i>ολό</i>-<i>ξηρος</i>)].
|mltxt=[[λιμόξηρος]], -ον (Α)<br />εξαντλημένος από την [[ασιτία]], [[κάτισχνος]], [[σκελετωμένος]] από την [[πείνα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λιμοξήρως</i> (Α)<br />με [[εξάντληση]] από την [[πείνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμός]] <span style="color: red;">+</span> [[ξηρός]] ([[πρβλ]]. [[κατάξηρος]], <i>ολό</i>-<i>ξηρος</i>)].
}}
{{pape
|ptext=[ῑ], <i>[[hungertrocken]], [[hungerig]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 16:53, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑμόξηρος Medium diacritics: λιμόξηρος Low diacritics: λιμόξηρος Capitals: ΛΙΜΟΞΗΡΟΣ
Transliteration A: limóxēros Transliteration B: limoxēros Transliteration C: limoksiros Beta Code: limo/chros

English (LSJ)

ον, wasted with hunger, Hierocl.Facet.219- 226. Adv. -ρως Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

λῑμόξηρος: -ον, κατάξηρος ἐκ τῆς πείνης, πεινασμένος, Φιλόγελος §§ 219-226.

Greek Monolingual

λιμόξηρος, -ον (Α)
εξαντλημένος από την ασιτία, κάτισχνος, σκελετωμένος από την πείνα.
επίρρ...
λιμοξήρως (Α)
με εξάντληση από την πείνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + ξηρός (πρβλ. κατάξηρος, ολό-ξηρος)].

German (Pape)

[ῑ], hungertrocken, hungerig, Sp.