Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λαιμητόμος: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=[[ἀντί]] [[λαιμοτόμος]]. Ἀπό τό [[λαιμός]] + [[τέμνω]] (=κόβω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[τέμνω]].
|mantxt=[[ἀντί]] [[λαιμοτόμος]]. Ἀπό τό [[λαιμός]] + [[τέμνω]] (=κόβω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[τέμνω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>die [[Kehle]] [[abschneidend]]</i>, [[ξίφη]], Philp. 13 (VI.101).
}}
}}

Revision as of 16:56, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμητόμος Medium diacritics: λαιμητόμος Low diacritics: λαιμητόμος Capitals: ΛΑΙΜΗΤΟΜΟΣ
Transliteration A: laimētómos Transliteration B: laimētomos Transliteration C: laimitomos Beta Code: laimhto/mos

English (LSJ)

ον, = λαιμοτόμος, AP6.101 (Phil.).

Russian (Dvoretsky)

λαιμητόμος: Anth. = λαιμοτόμος.

Greek (Liddell-Scott)

λαιμητόμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ λαιμοτόμος, Ἀνθ. Π. 6. 101.

Greek Monolingual

-ο (Α λαιμητόμος, -ον)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η λαιμητόμος
μηχανή εφοδιασμένη με πολύ βαρύ μαχαίρι που πέφτει από ψηλά, με την οποία γινόταν ο αποκεφαλισμός τών καταδικασμένων σε θάνατο, καρμανιόλα, γκιλοτίνα
αρχ.
αυτός που κόβει τον λαιμό, που αποκεφαλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τόμος (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. γυρητόμος, σταχυητόμος. Το -η- πιθ. προϊόν αναλογίας αντίστοιχων συνθέτων].

Greek Monotonic

λαιμητόμος: -ον, ποιητ. αντί λαιμοτόμος, σε Ανθ.

Middle Liddell

λαιμη-τόμος, ον [poetic for λαιμοτόμος, Anth.]

Mantoulidis Etymological

ἀντί λαιμοτόμος. Ἀπό τό λαιμός + τέμνω (=κόβω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τέμνω.

German (Pape)

die Kehle abschneidend, ξίφη, Philp. 13 (VI.101).