καταχωνεύω: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταχωνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[λιώνω]], [[τήκω]], σε Δημ.
|lsmtext='''καταχωνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[λιώνω]], [[τήκω]], σε Δημ.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[einschmelzen]]</i>; τὸν γυναικῶν κόσμον Din. 1.69; Dem. 22.76; Sp.; τοῦ στόματος [[αὐτοῦ]] κατεχώνευσε [[χρυσίον]], er goß ihm geschmolzenes [[Gold]] in den Mund, App. <i>Mithrid</i>. 21.
}}
}}

Revision as of 16:57, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχωνεύω Medium diacritics: καταχωνεύω Low diacritics: καταχωνεύω Capitals: ΚΑΤΑΧΩΝΕΥΩ
Transliteration A: katachōneúō Transliteration B: katachōneuō Transliteration C: katachoneyo Beta Code: kataxwneu/w

English (LSJ)

melt down, D.22.76, Din.1.69, Str.9.1.20, etc.; [ἀνδριάντας] εἰς ἀμίδας Plu.2.82of; τοῦ στόματος κατεχώνευσε χρυσίον = poured molten gold down his throat, App.Mith.21.

French (Bailly abrégé)

jeter en fonte, fondre.
Étymologie: κατά, χωνεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-χωνεύω laten smelten.

Russian (Dvoretsky)

καταχωνεύω: переплавлять, расплавлять (χρυσίδας Dem.; τοὺς ἀνδριάντας εἰς ἀμίδας Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

καταχωνεύω: χωνεύω, κατατήκω, χρυσίδας κ. Δημ. 617. 23. τὸν γυναικῶν κόσμον Δείναρχ. 99. 4· τὰς εἰκόνας Στράβων 398, κτλ.· τοῦ στόματος κατεχώνευσε χρυσίον, ἔχυσε χρυσὸν τετηκότα εἰς τὸ στόμα του, Ἀππ. Μιθρ. 21.

Greek Monolingual

(AM καταχωνεύω)
νεοελλ.
καταχωνιάζω, εξαφανίζω, αποκρύπτω

Greek Monotonic

καταχωνεύω: μέλ. -σω, λιώνω, τήκω, σε Δημ.

German (Pape)

einschmelzen; τὸν γυναικῶν κόσμον Din. 1.69; Dem. 22.76; Sp.; τοῦ στόματος αὐτοῦ κατεχώνευσε χρυσίον, er goß ihm geschmolzenes Gold in den Mund, App. Mithrid. 21.