ἀκρατόφρων: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκρατόφρων]] (-ονος), -ον (Μ)<br />αυτός που δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του, [[αχαλίνωτος]], [[ασυγκράτητος]], [[ασύνετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρατὴς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> <span style="color: red;"><</span> [[φρήν]].
|mltxt=[[ἀκρατόφρων]] (-ονος), -ον (Μ)<br />αυτός που δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του, [[αχαλίνωτος]], [[ασυγκράτητος]], [[ασύνετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρατὴς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> <span style="color: red;"><</span> [[φρήν]].
}}
{{pape
|ptext=ον, <i>[[unsinnig]], Schol. Od</i>. 19.530.
}}
}}

Revision as of 16:58, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρᾰτόφρων Medium diacritics: ἀκρατόφρων Low diacritics: ακρατόφρων Capitals: ΑΚΡΑΤΟΦΡΩΝ
Transliteration A: akratóphrōn Transliteration B: akratophrōn Transliteration C: akratofron Beta Code: a)krato/frwn

English (LSJ)

ονος, lacking in self-control, gloss on χαλίφρων, Sch. Od.19.530.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [gen. -ονος]
irreflexivo, que no tiene control Sch.Od.19.530.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρατόφρων: -ον, ὁ «κεχαλασμένας ἔχων τὰς φρένας», ἐξ ἀκράτου, ἀσύνετος, ἄφρων, «ἔνιοι δὲ χαλίφρονα τὸν ἀκρατόφρονα, χάλις γὰρ ὁ οἶνος ὁ ἀναχαλῶν τὰς φρένας», Σχόλ. εἰς Ὀδυσσ. Τ. 530.

Greek Monolingual

ἀκρατόφρων (-ονος), -ον (Μ)
αυτός που δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του, αχαλίνωτος, ασυγκράτητος, ασύνετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρατὴς + -φρων < φρήν.

German (Pape)

ον, unsinnig, Schol. Od. 19.530.