συνοφρύωμα: Difference between revisions
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συνοφρυοῦμαι]] / [[συνοφρυώνομαι]]<br />[[σούφρωμα]] τών φρυδιών από [[λύπη]] ή [[δυσαρέσκεια]]. | |mltxt=το, ΝΜΑ [[συνοφρυοῦμαι]] / [[συνοφρυώνομαι]]<br />[[σούφρωμα]] τών φρυδιών από [[λύπη]] ή [[δυσαρέσκεια]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>die [[Verbindung]] der [[Augenbrauen]], das [[Zusammenfließen]] derselben</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:58, 24 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, meeting of the eyebrows, frowning Sch.Il.17.136, EM364.8.
Greek (Liddell-Scott)
συνοφρύωμα: τό, ἡ τῶν ὀφρύων συνάντησις ἢ ἕνωσις, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ρ. 136, Ἐτυμολ. Μέγ.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ συνοφρυοῦμαι / συνοφρυώνομαι
σούφρωμα τών φρυδιών από λύπη ή δυσαρέσκεια.
German (Pape)
τό, die Verbindung der Augenbrauen, das Zusammenfließen derselben, Sp.