οἰνοβρεχής: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=οἰνο-βρεχής, ές [[βρέχω]]<br />[[wine]]-soaked, [[drunken]], Anth. | |mdlsjtxt=οἰνο-βρεχής, ές [[βρέχω]]<br />[[wine]]-soaked, [[drunken]], Anth. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>[[weinbenetzt]], [[trunken]]</i>, Mel. 123 (VII.428.18). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:59, 24 November 2022
English (LSJ)
ές, wine-soaked, drunken, AP7.428.18.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
mouillé de vin, saoul.
Étymologie: οἶνος, βρέχω.
Russian (Dvoretsky)
οἰνοβρεχής: напоенный вином, т. е. пьяный Anth.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοβρεχής: -ές, βεβρεγμένος, διάβροχος ἐξ οἴνου, μεμεθυσμένος, Ἀνθ. Π. 7. 428, 18.
Greek Monolingual
οἰνοβρεχής και οἰνοβραχής, -ές (Α)
1. μεθυσμένος
2. διαποτισμένος με κρασί («σεμίδαλις οἰνοβραχής», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -βρεχής (< βρέχομαι), πρβλ. δια-βρεχής].
Greek Monotonic
οἰνοβρεχής: -ές (βρέχω), ποτισμένος από κρασί, πιωμένος, μεθυσμένος, σε Ανθ.
Middle Liddell
οἰνο-βρεχής, ές βρέχω
wine-soaked, drunken, Anth.
German (Pape)
ές, weinbenetzt, trunken, Mel. 123 (VII.428.18).