ἰκτεριώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰκτεριώδης]], -ες (Α)<br />[[ικτερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴκτερος]], υπό την [[επίδραση]] του <i>ἰκτεριώ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. [[νεφελώδης]], [[ογκώδης]])].
|mltxt=[[ἰκτεριώδης]], -ες (Α)<br />[[ικτερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴκτερος]], υπό την [[επίδραση]] του <i>ἰκτεριώ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. [[νεφελώδης]], [[ογκώδης]])].
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>[[gelbsüchtig]]</i>, Hippocr.
}}
}}

Revision as of 17:01, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰκτεριώδης Medium diacritics: ἰκτεριώδης Low diacritics: ικτεριώδης Capitals: ΙΚΤΕΡΙΩΔΗΣ
Transliteration A: ikteriṓdēs Transliteration B: ikteriōdēs Transliteration C: ikteriodis Beta Code: i)kteriw/dhs

English (LSJ)

ες,= ἰκτερικός, Hp.Aph.5.72, Dsc.3.1; and ἰκτερ-όεις, εσσα, ενA, χλόος Nic.Al. 475.

Greek Monolingual

ἰκτεριώδης, -ες (Α)
ικτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος, υπό την επίδραση του ἰκτεριώ + κατάλ. -ώδης (πρβλ. νεφελώδης, ογκώδης)].

German (Pape)

ες, gelbsüchtig, Hippocr.