ἀκαπήλευτος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαπήλευτος]], -ον) [[καπηλεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει γίνει [[αντικείμενο]] εκμετάλλευσης, που δεν τον έχουν καπηλευθεί ανέντιμα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> απαλλαγμένος από [[αισχροκέρδεια]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν καπηλεύεται [[κάτι]], [[ειλικρινής]], [[άδολος]] «ἀκαπήλευτον [[ἦθος]]» (Συνέσιος), «ἀκαπήλευτον, ἄδολον... ἀρᾳδιούργητον» (Φώτιος)<br /><i>ἀκαπηλεύτως</i> <b>επίρρ.</b> αφιλοκερδώς (Μ. Βασίλειος).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαπήλευτος]], -ον) [[καπηλεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει γίνει [[αντικείμενο]] εκμετάλλευσης, που δεν τον έχουν καπηλευθεί ανέντιμα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> απαλλαγμένος από [[αισχροκέρδεια]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν καπηλεύεται [[κάτι]], [[ειλικρινής]], [[άδολος]] «ἀκαπήλευτον [[ἦθος]]» (Συνέσιος), «ἀκαπήλευτον, ἄδολον... ἀρᾳδιούργητον» (Φώτιος)<br /><i>ἀκαπηλεύτως</i> <b>επίρρ.</b> αφιλοκερδώς (Μ. Βασίλειος).
}}
{{pape
|ptext=<i>nicht verhökert, [[unverfälscht]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 17:03, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαπήλευτος Medium diacritics: ἀκαπήλευτος Low diacritics: ακαπήλευτος Capitals: ΑΚΑΠΗΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: akapḗleutos Transliteration B: akapēleutos Transliteration C: akapileftos Beta Code: a)kaph/leutos

English (LSJ)

ον, = ἀκάπηλος (free from tricks of trade), Suid.

Spanish (DGE)

-ον
1 sin engaño, sin fraude Cyr.Al.M.70.53A, Sud.
de pers. sincero Synes.Ep.49.
2 adv. -ως desinteresadamente Basil.M.31.985A.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰπήλευτος: -ον, ἀμέτοχος καπηλικῶν δόλων, εἰλικρινής, Συνέσ. 187D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαπήλευτος, -ον) καπηλεύω
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης, που δεν τον έχουν καπηλευθεί ανέντιμα
αρχ.-μσν.
1. απαλλαγμένος από αισχροκέρδεια
2. αυτός που δεν καπηλεύεται κάτι, ειλικρινής, άδολος «ἀκαπήλευτον ἦθος» (Συνέσιος), «ἀκαπήλευτον, ἄδολον... ἀρᾳδιούργητον» (Φώτιος)
ἀκαπηλεύτως επίρρ. αφιλοκερδώς (Μ. Βασίλειος).

German (Pape)

nicht verhökert, unverfälscht, Sp.