τριγλοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τριγλο-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br />[[bearing]] mullets, τρ. [[χιτών]] a net for [[catching]] them, Anth.
|mdlsjtxt=τριγλο-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br />[[bearing]] mullets, τρ. [[χιτών]] a net for [[catching]] them, Anth.
}}
{{pape
|ptext=<i>Seebarben [[tragend]], [[bringend]]</i>, [[τριγλοφόρος]] [[χιτών]], <i>das [[Netz]], [[worin]] man Seebarben fing</i>, [[Satyr]]. 1 (VI.11).
}}
}}

Revision as of 17:03, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριγλοφόρος Medium diacritics: τριγλοφόρος Low diacritics: τριγλοφόρος Capitals: ΤΡΙΓΛΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: triglophóros Transliteration B: triglophoros Transliteration C: trigloforos Beta Code: triglofo/ros

English (LSJ)

ον, bearing mullets, τ. χιτών a net for catching them, AP6.11 (Satyrius).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui contient des mulets ou des rougets (filet).
Étymologie: τρίγλα, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

τριγλοφόρος: несущий, т. е. служащий для ловли тригл (χιτών Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τριγλοφόρος: -ον, ὁ φέρων τρίγλας, τρ. χιτών, δίκτυον πρὸς ἄγρευσιν αὐτῶν, Ἀνθ. Π. 6. 11.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που φέρει τρίγλες, που έχει μπαρμπούνια
2. φρ. «τριγλοφόρος χιτών» — δίχτυ για αλιεία τρίγλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + -φόρος].

Greek Monotonic

τριγλοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά μπαρμπούνια, τριγλοφόρος χιτών, δίχτυ για το πιάσιμο, την αλίευση των μπαρμπουνιών, σε Ανθ.

Middle Liddell

τριγλο-φόρος, ον, φέρω
bearing mullets, τρ. χιτών a net for catching them, Anth.

German (Pape)

Seebarben tragend, bringend, τριγλοφόρος χιτών, das Netz, worin man Seebarben fing, Satyr. 1 (VI.11).