συνεσταλμένως: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και συνεσταλμένα Ν<br /><b>επίρρ.</b> με [[συστολή]], με [[σεμνότητα]] και [[ευπρέπεια]] (α. «μιλάει [[πάντα]] συνεσταλμένα» β. «[[συνεσταλμένως]] ζῆν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[συντομία]], περιληπτικά («[[συνεσταλμένως]] μὲν.... ἐμφαντικώτερον δέ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>γραμμ.</b> με [[συστολή]] της συλλαβής, με βραχύ [[φωνήεν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. [[συνεσταλμένος]] του [[συστέλλω]].
|mltxt=ΝΜΑ, και συνεσταλμένα Ν<br /><b>επίρρ.</b> με [[συστολή]], με [[σεμνότητα]] και [[ευπρέπεια]] (α. «μιλάει [[πάντα]] συνεσταλμένα» β. «[[συνεσταλμένως]] ζῆν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[συντομία]], περιληπτικά («[[συνεσταλμένως]] μὲν.... ἐμφαντικώτερον δέ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>γραμμ.</b> με [[συστολή]] της συλλαβής, με βραχύ [[φωνήεν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. [[συνεσταλμένος]] του [[συστέλλω]].
}}
{{pape
|ptext=adv. part. perf. pass. von [[συστέλλω]], <i>[[zusammengezogen]], [[abgekürzt]], kurz</i>. – Von der [[Lebensweise]], <i>[[einfach]]</i>, Plut. <i>Lac. apophth</i>. Alcamen.
}}
}}

Revision as of 17:11, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεσταλμένως Medium diacritics: συνεσταλμένως Low diacritics: συνεσταλμένως Capitals: ΣΥΝΕΣΤΑΛΜΕΝΩΣ
Transliteration A: synestalménōs Transliteration B: synestalmenōs Transliteration C: synestalmenos Beta Code: sunestalme/nws

English (LSJ)

Adv., (συστέλλω) A contractedly: I Gramm., with a short vowel, Ath.3.106b, 9.393c. II of a mode of life, simply, frugally, σ. ζῆν Plu.2.216e, etc.; humbly, Poll.3.137.

French (Bailly abrégé)

adv.
simplement.
Étymologie: dérivé du part. pf. Pass. de συστέλλω.

Russian (Dvoretsky)

συνεσταλμένως: воздержно, скромно (ζῆν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεσταλμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ συστέλλω, μετὰ συστολῆς: Ι. παρὰ τοῖς γραμμ., μετὰ βραχέος φωνήεντος, Ἀθήν. 106Β, 393Β. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ τρόπου τοῦ ζῆν ἢ τῆς διαίτης, ἁπλῶς, λιτῶς, σ. ζῆν Πλούτ. 2. 216F, κτλ.· ταπεινῶς, Πολυδ. Γ΄, 137.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και συνεσταλμένα Ν
επίρρ. με συστολή, με σεμνότητα και ευπρέπεια (α. «μιλάει πάντα συνεσταλμένα» β. «συνεσταλμένως ζῆν», Πλούτ.)
μσν.-αρχ.
με συντομία, περιληπτικά («συνεσταλμένως μὲν.... ἐμφαντικώτερον δέ», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
γραμμ. με συστολή της συλλαβής, με βραχύ φωνήεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεσταλμένος του συστέλλω.

German (Pape)

adv. part. perf. pass. von συστέλλω, zusammengezogen, abgekürzt, kurz. – Von der Lebensweise, einfach, Plut. Lac. apophth. Alcamen.