κρεισσότεκνος: Difference between revisions
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κρεισσό-τεκνος, ον [[τέκνον]]<br />dearer [[than]] children, Aesch. | |mdlsjtxt=κρεισσό-τεκνος, ον [[τέκνον]]<br />dearer [[than]] children, Aesch. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[besser]], d.i. <i>[[höher]] [[geachtet]] als die [[Kinder]]</i>, Aesch. <i>Spt</i>. 766. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:11, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, dearer than children, ὄμματα dub. in A.Th.784 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
plus cher, plus précieux que des enfants.
Étymologie: κρείσσων, τέκνον.
Russian (Dvoretsky)
κρεισσότεκνος: (который) дороже детей Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
κρεισσότεκνος: -ον, ἀγαπητότερος τῶν τέκνων, κρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἀμφίβ. λέξ. παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Θήβ. 784· ἡ τοῦ Ἑρμάνου διόρθωσις κυρσοτέκνων ἀντὶ κρεισσοτέκνων δὲν φαίνεται ἐπιτυχής.
Greek Monolingual
κρεισσότεκνος, -ον (Α)
αυτός που είναι πιο αγαπητός σε κάποιον κι από τα ίδια τα παιδιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρείσσων + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. εύτεκνος, πολύτεκνος].
Greek Monotonic
κρεισσότεκνος: -ον (τέκνος), ο πιο αγαπητός από τα παιδιά, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
κρεισσό-τεκνος, ον τέκνον
dearer than children, Aesch.
German (Pape)
besser, d.i. höher geachtet als die Kinder, Aesch. Spt. 766.