διηγηματικός: Difference between revisions

From LSJ

Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht

Menander, Monostichoi, 117
m (pape replacement)
m (Text replacement - "<span class="ggns">• Adv.</span>" to "<b class="num">• Adv.</b>")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>[[erzählend]]</i>; [[μίμησις]], Arist. <i>poet</i>. 24.<br><span class="ggns">• Adv.</span>, DL. 9.103.
|ptext=ή, όν, <i>[[erzählend]]</i>; [[μίμησις]], Arist. <i>poet</i>. 24.<br><b class="num">• Adv.</b>, DL. 9.103.
}}
}}

Revision as of 19:05, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διηγηματικός Medium diacritics: διηγηματικός Low diacritics: διηγηματικός Capitals: ΔΙΗΓΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diēgēmatikós Transliteration B: diēgēmatikos Transliteration C: diigimatikos Beta Code: dihghmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A descriptive, narrative, δ. ποίησις, μίμησις, Arist.Po.1459a17, b36; παρεκβάσεις Plb.38.6.1; διάλογοι Plu.2.711c; ποιητής Sch.Il.Oxy.1086.59. Adv. διηγηματικῶς Corn.Rh.p.371H., D.L.9.103. II fond of narrating, τινός Plu.2.631a, cf. 513d.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1narrativo, expositivo λόγος Eus.HE 5.praef.4, cf. Gr.Nyss.V.Gr.Thaum.26.25, c. gen. obj. λόγος δ. ... τῶν ... γεγενημένων Eus.M.22.945A
gener. en crít. lit. ἡ μίμησις Arist.Po.1459b36, cf. 1459a17, παρεκβάσεις Plb.38.6.1, de un proemio, Hermog.Inu.1.4 (p.106), λόγος Alex.Aphr.in Top.7.25, σχῆμα δ. op. δραματικόν D.H.Th.37.2, cf. Plu.2.711b, D.L.3.50, Longin.9.13, Sch.A.Eu.20 (p.208), τὸ δ. μέρος op. δημηγορικόν D.H.Th.55.4
subst. τὸ δ. op. τὸ μιμητικόν Procl.Chr.11
gram., como uno de los valores de ὡς Trypho Fr.61
subst. τὸ διηγηματικόν la secuencia narrativa, e.e. el estilo indirecto A.D.Synt.256.10.
2 de pers. aficionado a contar c. gen. ὀνείρων Plu.2.631a, ὁ ... ποιητὴς δ. ὤν Sch.Er.Il.2.788 (p.169).
II adv. διηγηματικῶς = en forma narrativa, en forma expositiva Hermog.Inu.4.8 (p.195), Corn.Rh.112, D.L.9.103, Eus.DE 5.17 (p.240), Is.53.1 (p.334), Gr.Nyss.M.44.1189A, Thdt.H.Rel.21.35.

Russian (Dvoretsky)

διηγημᾰτικός:
1) рассказывающий, повествовательный (μίμησις Arst.);
2) любящий рассказывать (ὀνείρων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διηγηματικός: -ή, -όν, περιγραφικός, ἀνήκων εἰς διήγημα, δ. ποίησις, μίμησις Ἀριστ. Ποιητ. 23, 1., 24. 9, - Ἐπίρρ. -κῶς, Διογ. Λ. 9. 103.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διηγηματικός, -ή, -όν)
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο διήγημα ή στη διήγηση, ο κατάλληλος για διήγηση
2. το ουδ. ως ουσ. το διηγηματικό
η αφηγηματική ικανότητα
αρχ.
αυτός που του αρέσει να διηγείται.

German (Pape)

ή, όν, erzählend; μίμησις, Arist. poet. 24.
• Adv., DL. 9.103.