εὐόριστος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐόριστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[легко ограничиваемый]], [[без труда вводимый в пределы]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[легко определимый]] Arst.
|elrutext='''εὐόριστος:'''<br /><b class="num">1</b> [[легко ограничиваемый]], [[без труда вводимый в пределы]] Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[легко определимый]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:05, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐόριστος Medium diacritics: εὐόριστος Low diacritics: ευόριστος Capitals: ΕΥΟΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: euóristos Transliteration B: euoristos Transliteration C: evoristos Beta Code: eu)o/ristos

English (LSJ)

ον, easily bounded or limited, Arist.Mete.360a23; τὸ εὐ., opp. τὸ δυσόριστον, ib.378b24, GC329b31; μέτρον ἀριθμῷ οὐκ εὐ. Herod. Med. ap. Orib.6.25.4.

German (Pape)

[Seite 1085] leicht zu begränzen, zu definiren, Arist. metaph. 9, 6; leicht, schwach begränzt, Meteor. 2, 4.

Russian (Dvoretsky)

εὐόριστος:
1 легко ограничиваемый, без труда вводимый в пределы Arst.;
2 легко определимый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

εὐόριστος: -ον, ὃν εὐκόλως τηρεῖ τις ἐντὸς ὁρίων, ἡ ἀτμὶς ὑγρὸν καὶ ψυχρόν· εὐόριστον μὲν ὡς ὑγρὸν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 6· τὸ εὐόρ., ἀντίθετον τῷ τὸ δυσόριστον, αὐτόθι 4. 1, 2, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 6, 3. - Κατὰ τὸν Ζωναρᾶν σ. 917: «εὐόριστον τὸ ψηλαφώμενον καὶ φθειρόμενον, οἷον ὁ ἄρτος καὶ τὰ ὅμοια».

Greek Monolingual

εὐόριστος, -ον (Α)
1. αυτός που τηρείται εύκολα μέσα σε όρια («ἡ ἀτμὶς ὑγρὸν καὶ ψυχρόν, εὐόριστον μὲν γὰρ ὡς ψυχρόν», Αριστοτ.)
2. αυτός που μπορεί να οριστεί εύκολα, να καθοριστεί εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οριστός (< ορίζω), πρβλ. ακαθόριστος, αόριστος].