ναυσιπόρος: Difference between revisions
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ναυσῐπόρος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ναυσῐπόρος:'''<br /><b class="num">1</b> [[плывущий на кораблях]] ([[στρατός]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[приводящий в движение корабль]] (πλάται Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 15:02, 25 November 2022
English (LSJ)
ον, Act., passing in a ship, seafaring, στρατιά E. Rh. 48 (lyr.).
causing a ship to pass, πλάται ν. ship-speeding oars, Id. IA 172 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait marcher un navire.
Étymologie: ναῦς, πορεύομαι.
Greek Monolingual
-ο (Α ναυσιπόρος, -ον)
αυτός που ταξιδεύει με πλοίο, ο ναυτιλλόμενος
αρχ.
(για κουπιά) αυτός που καθιστά τα πλοία ικανά να ταξιδεύουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + πόρος «πέρασμα». Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].
Russian (Dvoretsky)
ναυσῐπόρος:
1 плывущий на кораблях (στρατός Eur.);
2 приводящий в движение корабль (πλάται Eur.).
Middle Liddell
[cf. ναυσίπορος
1. act. passing in a ship, seafaring, Eur.
2. causing a ship to pass, of oars, Eur.
German (Pape)
zu Schiffe fahrend, στρατός, Eur. Rhes. 48; πλάτας ναυσιπόρους, wie ναύπορος, I.A. 172.