τετραβάμων: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τετρᾰβάμων:''' 2, gen. ονος (βᾱ)<br /><b class="num">1)</b> [[четвероногий]] (ἵπποι Eur.): τ. [[ἀπήνη]] Eur. (о Троянском коне) четвероногая повозка;<br /><b class="num">2)</b> [[запряженный четверкой лошадей]] (ἅρματα Eur.).
|elrutext='''τετρᾰβάμων:''' 2, gen. ονος (βᾱ)<br /><b class="num">1</b> [[четвероногий]] (ἵπποι Eur.): τ. [[ἀπήνη]] Eur. (о Троянском коне) четвероногая повозка;<br /><b class="num">2</b> [[запряженный четверкой лошадей]] (ἅρματα Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 16:50, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰβάμων Medium diacritics: τετραβάμων Low diacritics: τετραβάμων Capitals: ΤΕΤΡΑΒΑΜΩΝ
Transliteration A: tetrabámōn Transliteration B: tetrabamōn Transliteration C: tetravamon Beta Code: tetraba/mwn

English (LSJ)

[βᾱ], ον, gen. ονος, (βῆμα)
A four-footed, ἵπποι E.El.476; τετραβάμων ἀπήνα = τέθριππον, Id.Tr.517; τετραβάμοναι χαλαί = the hoofs of horses, Id.Ph.808, cf. 792 (dub.); τετραβάμοσι γυίοις = in the shape of a quadruped, Id.Hel.376. (Dor.; the Att.-Ion. τετραβήμων is not found: used by E. only in lyr.)

German (Pape)

[Seite 1096] gen. ονος, vierfüßig; ἵπποι, Eur. El. 476; auch ἀπήνη, Troad. 516.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 à quatre pieds;
2 qui concerne un quadrupède;
3 attelé de quadrupèdes (char, etc.).
Étymologie: τέσσαρες, βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰβάμων: 2, gen. ονος (βᾱ)
1 четвероногий (ἵπποι Eur.): τ. ἀπήνη Eur. (о Троянском коне) четвероногая повозка;
2 запряженный четверкой лошадей (ἅρματα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰβάμων: [ᾱ], -ον, γενικ. -ονος, (βαίνω), τετράπους, ἵπποι Εὐρ. Ἠλ. 476· τ. ἀπήνη = τέθριππον, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 517· ἅρμασι τετραβάμοσι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 792· τετραβάμοσιν ἐν χαλαῖσον αὐτόθι 808· - τετραβάμοσι γυίοις ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 376.

Greek Monolingual

-ον, Α
τετράποδος («τετραβάμονες ἵπποι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. τριτοβάμων].

Greek Monotonic

τετρᾰβάμων: [ᾱ], -ον, γεν. τετραβάμονος (βαίνω), αυτός που έχει τέσσερα πόδια, τετράποδος, σε Ευρ.· τετραβάμοναι χαλαί, τετραβάμονα ψάλια, νύχια, στολίδια αλόγων, στον ίδ.· τετραβάμοσι γυίοις, με το σχήμα τετράποδου, στον ίδ.

Middle Liddell

τετρᾰ-¯βάμων, ον, βαίνω
four-footed, Eur.; τ. χηλαί, ψάλια the hoofs, trappings of horses, Eur.; τετραβάμοσι γυίοις in the shape of a quadruped, Eur.