ἀπωστός: Difference between revisions
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπωστός:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀπωστός:'''<br /><b class="num">1</b> [[изгнанный]] (γῆς Her., Soph.);<br /><b class="num">2</b> [[отогнанный]]: οὐκ ἀπωστοὶ ἔσονται Her. их нельзя будет отогнать. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:45, 25 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, A thrust or driven away from, τῆς ἑωυτοῦ (sc. γῆς) Hdt.6.5, cf. S.Aj.1019. II that can be driven away, οὐδὲ ἀπωστοὶ ἔσονται Hdt.1.71.
Spanish (DGE)
-όν
echado, expulsado τῆς ἑωυτοῦ (γῆς) Hdt.6.5, cf. 1.71, S.Ai.1019, ὑπ' αὐτῶν ἐκ τοῦ βίου Fauorin.Fr.17, ἀπωστός· φυγάς Hsch.
German (Pape)
[Seite 342] weggestoßen, vertrieben, γῆς Soph. Ant. 978.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 repoussé, chassé de, gén.;
2 qui ne peut être repoussé ou chassé.
Étymologie: ἀπωθέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπωστός:
1 изгнанный (γῆς Her., Soph.);
2 отогнанный: οὐκ ἀπωστοὶ ἔσονται Her. их нельзя будет отогнать.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπωστός: -ή, -όν, ὁ ἀπελαθεὶς ἀπό τινος μέρους, «ἐκδεδιωγμένος» (Σουΐδ), τῆς ἑωυτοῦ (ἐνν. γῆς) Ἡρόδ. 6. 5, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1019· «ἀπωστός· φυγὰς» Ἡσύχ. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ ἀπελάσῃ, νὰ ἀποδιώξῃ, οὐδὲ ἀπωστοὶ ἔσονται Ἡρόδ. 1. 71.
Greek Monolingual
βλ. απωθώ.
Greek Monotonic
ἀπωστός: -ή, -όν (ἀπωθέω),
I. αυτός που έχει εκδιωχθεί ή απελαθεί από έναν τόπο, με γεν., σε Ηρόδ., Σοφ.
II. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να εκδιώξει, να εκτοπίσει, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἀπωθέω
I. thrust or driven away from a place, c. gen., Hdt., Soph.
II. that can be driven away, Hdt.