ὀρροπύγιον: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
m (pape replacement)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀρροπύγιον:''' (ῡ) τό<br /><b class="num">1)</b> [[гузка]] (οἱ ὄρνιθες οὐρὰν μὲν οὐκ ἔχουσιν, ὀ. δέ Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[хвостовой плавник]] (τῆς σηπίας Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[задняя оконечность брюшка]] (τῆς ἐμπίδος Arph.);<br /><b class="num">4)</b> [[осиное жало]] Arph.
|elrutext='''ὀρροπύγιον:''' (ῡ) τό<br /><b class="num">1</b> [[гузка]] (οἱ ὄρνιθες οὐρὰν μὲν οὐκ ἔχουσιν, ὀ. δέ Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[хвостовой плавник]] (τῆς σηπίας Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[задняя оконечность брюшка]] (τῆς ἐμπίδος Arph.);<br /><b class="num">4</b> [[осиное жало]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:45, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρροπῡ́γιον Medium diacritics: ὀρροπύγιον Low diacritics: ορροπύγιον Capitals: ΟΡΡΟΠΥΓΙΟΝ
Transliteration A: orropýgion Transliteration B: orropygion Transliteration C: orropygion Beta Code: o)rropu/gion

English (LSJ)

[ῡ], Ion. ὀρσοπύγιον GDI5702.35 (Samos, iv B. C.), τό: (ὄρρος):—pygostyle, rump of birds, in which the tail-feathers are set, Arist. HA504a32,618b33, al. (with vv.ll. οὐροπύγιον, ὀροπύγιον, cf. τοὐροπύγιον in Phld. Rh.2.189 S., but ὀρροπύγιον is certain in IG22.1498.27 (Athens, iv B. C.)); of the sepia, Arist.HA525a12: generally, rear, tail, rump of any animal, Ar.V.1075, Nu.162.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 extrémité de la colonne vertébrale, particul. croupion d'un oiseau;
2 nageoire de poisson;
3 organe auquel s'adapte le dard d'un cousin.
Étymologie: ὄρνυμι, πυγή.

Russian (Dvoretsky)

ὀρροπύγιον: (ῡ) τό
1 гузка (οἱ ὄρνιθες οὐρὰν μὲν οὐκ ἔχουσιν, ὀ. δέ Arst.);
2 хвостовой плавник (τῆς σηπίας Arst.);
3 задняя оконечность брюшка (τῆς ἐμπίδος Arph.);
4 осиное жало Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρροπύγιον: [ῡ], τό, τὸ ἄκρον τοῦ κόκκυγος λεγομένου ὀστοῦ τῶν πτηνῶν, ὅθεν φύονται τὰ πτερὰ τῆς οὐρᾶς, κοινῶς «κωλοκούκουρον», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 9., 9. 32, 3 καὶ 5 (ἔνθα ὁ Βεκκῆρ. διατηρεῖ οὐροπ-, ἀλλ’ ἴδε Cobet V. LL. 278)· - τὸ οὐραῖον πτερύγιον τῶν ἰχθύων, αὐτόθι 4. 1. 25· - καθόλου, ἡ οὐρὰ ἢ ὁ γλουτὸς παντὸς ζῴου, Ἀριστοφ. Σφ. 1075, Νεφ. 162.

Greek Monolingual

ὀρροπύγιον και οὐροπύγιον και ιων. τ. ὀρσοπύγιον, τὸ (Α)
1. το κάτω άκρο του οστού του κόκκυγος, ιδίως τών πτηνών, όπου φυτρώνουν τα φτερά της ουράς
2. η ουρά ή ο γλουτός κάθε ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος «το άκρο του ιερού οστού» + -πύγιον (< πυγή «γλουτός»), πρβλ. ορθο-πύγιον].

Greek Monotonic

ὀρροπύγιον: [ῡ], τό, άκρο οστού όπου βγαίνουν τα φτερά της ουράς του πουλιού· γενικά, η ουρά ή το οστό κόκκυγας στην απόληξη της σπονδυλικής στήλης κάθε ζώου, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀρρο-πύ¯γιον, ου, τό,
the rump of birds:—generally, the tail or rump of any animal, Ar.

German (Pape)

τό, die hervorstehenden Schwanzfedern, der Schwanz der Vögel, Arist. H.A. 2.12, der von den Vögeln sagt οὐρὰν μὲν οὐκ ἔχουσι, ὀρροπύγιον δέ. Vgl. auch die komische Frage bei Ar. ὁπότερα τὴν γνώμην ἔχοι, τὰς ἐμπίδας κατὰ τὸ στόμ' ᾄδειν ἢ κατὰ τοὐρροπύγιον, Nub. 158. Auch vom Stachel der Wespen, Vesp. 1075. – Auch die Schwanzflossen der Fische. – Die Schreibart ὀροπύγιον ist falsch, die Schreibart ὀρθοπύγιον, welche Schneider der Ableitung wegen vorzieht, wie diese selbst zweifelhaft.