δυσκρασία: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> mauvais tempérament;<br /><b>2</b> intempérie.<br />'''Étymologie:''' [[δύσκρατος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[mauvais tempérament]];<br /><b>2</b> intempérie.<br />'''Étymologie:''' [[δύσκρατος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:50, 28 November 2022
English (LSJ)
ἡ, bad temperament, of the air, Str.6.4.1, Plu.Alex.58 (pl.); σώματος Stoic.3.216; τῶν ἐν ἡμῖν δυνάμεων Ph.1.29. (δυσκρᾰσίη Man.4.543.)
Spanish (DGE)
(δυσκρᾰσία) -ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Aret.SD 2.12.4, Man.4.543
1 destemplanza del tiempo atmosférico ἀερος Thphr.CP 5.8.2, ἀέρων, op. εὐκρασία Str.6.4.1, δυσκρασίαι τοῦ περιέχοντος Plu.Alex.58, cf. M.Ant.9.2
•del cuerpo Chrysipp.Stoic.2.216, Plu.Dio 2, Arat.29, ἀναισθήτῳ τε παλαίῃ δυσκρασίῃ Man.l.c.
2 fisiol. desequilibrio o alteración de la κρᾶσις elemental o natural, discrasia δ. τῶν ἐν ἡμῖν δυνάμεων Ph.1.29, de los elementos primarios: lo frío, lo caliente, lo seco y lo húmedo τὰ πρῶτα νοσήματα τὰ κατὰ δυσκρασίαν Gal.1.284, ὁ περὶ τῆς δυσκρασίας (λόγος) Gal.10.517, τῆς ἐμφύτου θέρμης δ. Aret.l.c., cf. Artem.3.56, Gal.13.190, 18(2).586, Cass.Fel.75, τὸ περιττὸν τῆς δυσκρασίας Steph.in Hp.Fract.89.2, rel. a la fiebre, Steph.in Hp.Progn.138.20, ψυχρὰ δ. τῆς γαστρός Steph.in Hp.Progn.172.35
•afección, enfermedad δυσκρασίαν γὰρ ἓν μέν τι πάθος γενικῶς ὀνομάζουσι Gal.13.191, pero distingue varios tipos ἡ δ. ... τοῦ ἥπατος Gal.13.192, del bazo, Archig.14.27B., ἡ δ. καὶ κατὰ τὰς ... φλέβας Gal.13.193, χρὴ τὰς δυσκρασίας ἰᾶσθαι τῆς γαστρός Gal.10.518.
German (Pape)
[Seite 683] ἡ, schlechte Mischung; σώματος, der Säfte, Plut. Dion. 2; von der Luft, schlechte Temperatur, schlechtes Klima, Alex. 58.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 mauvais tempérament;
2 intempérie.
Étymologie: δύσκρατος.
Russian (Dvoretsky)
δυσκρᾰσία: ἡ дурное смешение, дискрасия: δ. σώματος или περὶ τὸ σῶμα Plut. плохое состояние здоровья; δ. θερμῶν Plut. повышенная температура (тела); δυσκρασίαι τοῦ περιέχοντος Plut. дурной климат, непогода.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκρᾱσία: ἡ, κακὴ κρᾶσις, κατάστασις, Λατ. intemperies, τοῦ ἀέρος, Πλούτ. Ἀλεξ. 58· τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. Δίωνι 2.
Greek Monolingual
η (AM δυσκρασία)
1. άσχημες καιρικές συνθήκες
2. κακή κράση του οργανισμού
νεοελλ.
χρόνια νοσηρή κατάσταση που συνδέεται με διαταραχές μεταβολισμού (ουρική αρθρίτιδα, διαβήτη, παχυσαρκία κ.λπ.).
Greek Monotonic
δυσκρᾱσία: ἡ, κακή κράση, κατάσταση, ιδιοσυγκρασία, Λατ. intemperies, λέγεται για τον άνεμο, σε Πλούτ.
Middle Liddell
δυσκρᾱσία, ἡ,
bad temperament, Lat. intemperies, of the air, Plut. [from δύσκρᾱτος]