στυράκινος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> de styrax;<br /><b>2</b> fait en bois de styrax.<br />'''Étymologie:''' [[στύραξ]].
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> [[de styrax]];<br /><b>2</b> fait en bois de styrax.<br />'''Étymologie:''' [[στύραξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 19:03, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῠρᾰκῐνος Medium diacritics: στυράκινος Low diacritics: στυράκινος Capitals: ΣΤΥΡΑΚΙΝΟΣ
Transliteration A: styrákinos Transliteration B: styrakinos Transliteration C: styrakinos Beta Code: stura/kinos

English (LSJ)

η, ον, (στύραξ (A)) A made of storax, χρῖσμα Id.1.66; ἔλαιον Edict.Diocl.Delph.8. 2 made of the wood of the tree στύραξ, ἀκοντίσματα Str.12.7.3; ῥάβδος LXX Ge.30.37.

German (Pape)

[Seite 959] aus Storax gemacht, Strab. XII, 570.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 de styrax;
2 fait en bois de styrax.
Étymologie: στύραξ.

Greek (Liddell-Scott)

στῠράκῐνος: [ᾰ], -η, -ον, (στύραξ) πεποιημένος ἐκ στύρακος· χρῖσμα στυράκινον Διοσκ. 1. 79. 2) πεποιημένος ἐκ ξύλου τοῦ δένδρου στύρακος· ἀκοντίσματα Στράβ. 570.

Spanish

de estoraque

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, ΜΑ
κατασκευασμένος με στύρακα («χρῑσμα στυράκινον», Διοσκ.)
αρχ.
κατασκευασμένος από το ξύλο του δένδρου στύραξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύραξ, -ακος (Ι) + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].

Greek Monotonic

στῠράκῐνος: [ᾰ], -η, -ον (στύραξ), κατασκευασμένος από ξύλο δέντρου, από ρητινώδες κόμμι, στύραξ, σε Στράβ.

Middle Liddell

στῠρᾰ́κῐνος, η, ον στύραξ
made of the wood of the tree στύραξ, Strab.

Léxico de magia

-ον de estoraque ref. a aceite τὸ δὲ σῶμα συνάλειψαι στυρακίνῳ ἐλαίῳ unge también el cuerpo con aceite de estoraque P IV 1339