σπειρηδόν: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en spirales;<br /><b>2</b> par compagnies <i>ou</i> manipules.<br />'''Étymologie:''' [[σπεῖρα]], -δον. | |btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> [[en spirales]];<br /><b>2</b> par compagnies <i>ou</i> manipules.<br />'''Étymologie:''' [[σπεῖρα]], -δον. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:03, 28 November 2022
English (LSJ)
Adv. A in coils, Opp.H.1.516, Philum.Ven.22.2; in a ring, AP9.301 (Secund.); in zig-zag lines (= σπυριδόν, q.v.), γράφειν Sch.D.T. p.484 H. II (σπεῖρα ΙΙ) of troops, in maniples, manipulatim, Plb.5.4.9, LXX 2 Ma.5.2; ἡ σ. μάχη Str.3.3.7.
German (Pape)
[Seite 918] adv., gewickelt; – σπειρηδὸν τάξας τοὺς πελταστάς, manipelweise, Pol. 5, 4, 9, vgl. 11, 11, 6; ἡ σπειρηδὸν μάχη, Strab. 3, 3, 7.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en spirales;
2 par compagnies ou manipules.
Étymologie: σπεῖρα, -δον.
Russian (Dvoretsky)
σπειρηδόν: adv.
1 извилисто, спирально Anth.;
2 по манипулам (τάσσειν Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
σπειρηδόν: Ἐπίρρ., κατὰ σπείρας, ἑλικοειδῶς, Ὀππ. Ἁλ. 1. 516, Ἀνθ. Π. 9. 301· σπ. γράφειν Α. Β. 1170. ΙΙ. (σπεῖρα ΙΙ) ἐπὶ στρατιωτῶν, κατὰ σπείρας ἢ διλοχίας, manipulatim, Πολύβ. 5. 4, 9, κτλ.· ἡ σπ. μάχη Στράβ. 155.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σχηματίζοντας σπείρες, ελικοειδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].
Greek Monotonic
σπειρηδόν: επίρρ.·
I. ελικοειδώς, κατά σπείρες, σπειροειδώς, σε Ανθ.
II. (σπεῖρα II), λέγεται για στρατεύματα, κατά σπείρες ή διλοχίες, κατά λόχους, ανά τριάντα, σε Πολύβ.
Middle Liddell
I. in coils or spires, spirally, Anth.
II. (σπεῖρα II) of troops, in maniples, Polyb.