μορμολύκειον: Difference between revisions

From LSJ

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=φόβητρο). Ἀπό το [[μορμολύττομαι]] (=[[φοβερίζω]]) πού παράγεται ἀπό τό [[μόρμορος]] (=[[φόβος]]) (ρίζα μυρἠχοποίητη → [[μορμύρω]], [[μορμυρίζω]]). Ἴσως ἀκόμη νά παράγεται ἀπό τό [[Μορμώ]] (=θηλυκό [[τέρας]], φοβερό, μέ τό ὁποῖο οἱ παραμάνες φοβέριζαν τά [[παιδιά]]) + [[λύκος]].
|mantxt=(=[[φόβητρο]]). Ἀπό το [[μορμολύττομαι]] (=[[φοβερίζω]]) πού παράγεται ἀπό τό [[μόρμορος]] (=[[φόβος]]) (ρίζα μυρἠχοποίητη → [[μορμύρω]], [[μορμυρίζω]]). Ἴσως ἀκόμη νά παράγεται ἀπό τό [[Μορμώ]] (=θηλυκό [[τέρας]], φοβερό, μέ τό ὁποῖο οἱ παραμάνες φοβέριζαν τά [[παιδιά]]) + [[λύκος]].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 November 2022

German (Pape)

[Seite 207] τό (μορμολύττω), ein Schreckbild, Popanz, Schrecker, Μολοττικοὺς τρέφουσι, μορμολύκεια τοῖς μοιχοῖς, κύνας, Ar. Th. 417; Frg. 97. 187; μὴ δεδιέναι τὸν θάνατον ὥςπερ μορμολύκεια, Plat. Phaed. 77 e; Luc. Philops. 25 Tor. 24, oft.

French (Bailly abrégé)

c. μορμολυκεῖον.

Mantoulidis Etymological

(=φόβητρο). Ἀπό το μορμολύττομαι (=φοβερίζω) πού παράγεται ἀπό τό μόρμορος (=φόβος) (ρίζα μυρἠχοποίητη → μορμύρω, μορμυρίζω). Ἴσως ἀκόμη νά παράγεται ἀπό τό Μορμώ (=θηλυκό τέρας, φοβερό, μέ τό ὁποῖο οἱ παραμάνες φοβέριζαν τά παιδιά) + λύκος.