λαιμητόμος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=[[ἀντί]] [[λαιμοτόμος]]. Ἀπό τό [[λαιμός]] + [[τέμνω]] (=κόβω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[τέμνω]]. | |mantxt=[[ἀντί]] [[λαιμοτόμος]]. Ἀπό τό [[λαιμός]] + [[τέμνω]] (=[[κόβω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[τέμνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=<i>die [[Kehle]] [[abschneidend]]</i>, [[ξίφη]], Philp. 13 (VI.101). | |ptext=<i>die [[Kehle]] [[abschneidend]]</i>, [[ξίφη]], Philp. 13 (VI.101). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, = λαιμοτόμος, AP6.101 (Phil.).
Russian (Dvoretsky)
λαιμητόμος: Anth. = λαιμοτόμος.
Greek (Liddell-Scott)
λαιμητόμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ λαιμοτόμος, Ἀνθ. Π. 6. 101.
Greek Monolingual
-ο (Α λαιμητόμος, -ον)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η λαιμητόμος
μηχανή εφοδιασμένη με πολύ βαρύ μαχαίρι που πέφτει από ψηλά, με την οποία γινόταν ο αποκεφαλισμός τών καταδικασμένων σε θάνατο, καρμανιόλα, γκιλοτίνα
αρχ.
αυτός που κόβει τον λαιμό, που αποκεφαλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τόμος (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. γυρητόμος, σταχυητόμος. Το -η- πιθ. προϊόν αναλογίας αντίστοιχων συνθέτων].
Greek Monotonic
λαιμητόμος: -ον, ποιητ. αντί λαιμοτόμος, σε Ανθ.
Middle Liddell
λαιμη-τόμος, ον [poetic for λαιμοτόμος, Anth.]
Mantoulidis Etymological
ἀντί λαιμοτόμος. Ἀπό τό λαιμός + τέμνω (=κόβω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τέμνω.
German (Pape)
die Kehle abschneidend, ξίφη, Philp. 13 (VI.101).