ραιβός: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[κυρτός]], [[στραβός]], στραβοκάνης). Ἀμφίβολη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ὁ [[ἀρχικός]] [[τύπος]] νά ἦταν ϝραγ-ός. Εἶναι πιθανό νά παράγεται Ἀπό ρίζα ραγ- τοῦ [[ρήγνυμι]] καί τοῦ ραίω (=[[συντρίβω]]), πού [[ἴσως]] εἶναι συγγενικό μέ τό [[ρήγνυμι]]. | |mantxt=(=[[κυρτός]], [[στραβός]], [[στραβοκάνης]]). Ἀμφίβολη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ὁ [[ἀρχικός]] [[τύπος]] νά ἦταν ϝραγ-ός. Εἶναι πιθανό νά παράγεται Ἀπό ρίζα ραγ- τοῦ [[ρήγνυμι]] καί τοῦ ραίω (=[[συντρίβω]]), πού [[ἴσως]] εἶναι συγγενικό μέ τό [[ρήγνυμι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:51, 29 November 2022
Greek Monolingual
-ή, -ό/ ῥαιβός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. καμπύλος, κυρτός
2. (ιδίως για πρόσ.) αυτός που είναι ραιβόπους, που πάσχει από ραιβοποδία
νεοελλ.
ιατρ. (για άρθρωση ή μέλος) αυτός που παρουσιάζει στροφή προς τη μέση γραμμή του σώματος σε μη φυσιολογικό βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα wrai-gw- και συνδέεται με το γοτθ. wraigs «κυρτός» και τα: ῥοικός, ῥυβόν. Χαρακτηριστικό είναι ότι το επίθ. εμφανίζει φωνηεντισμό -α- που παρατηρείται σε πολλά επίθ. δηλωτικά ασθενείας (πρβλ. λαιός, σκαίος, φαύλος, κλαμβός)].
Mantoulidis Etymological
(=κυρτός, στραβός, στραβοκάνης). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ὁ ἀρχικός τύπος νά ἦταν ϝραγ-ός. Εἶναι πιθανό νά παράγεται Ἀπό ρίζα ραγ- τοῦ ρήγνυμι καί τοῦ ραίω (=συντρίβω), πού ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τό ρήγνυμι.