ἀγιστεύω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
 
Line 1: Line 1:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἐπιτελῶ ἱερές τελετές, ζῶ μέ [[εὐσέβεια]], ἐξαγνίζω). Ἀπό τό [[ἅγιος]]. Ἀπό τήν ἴδια ρίζα οἱ λέξεις: [[ἁγίζω]] (=[[ἀφιερώνω]]), [[ἄγος]] (=[[μίασμα]], ἐξάγνιση), [[ἅζομαι]] (=[[σέβομαι]]), [[ἁγνός]], [[ἁγνίζω]] (=[[ἐξαγνίζω]]), [[ἅγνισμα]], [[ἁγνισμός]], [[ἁγνιστέος]], [[ἁγνιστήριον]], [[ἁγνιστής]], [[ἁγνιστικός]], [[Ἀγνίτας]] (ἐπώνυμο τοῦ Ἀσκληπιοῦ), [[ἁγνίτης]], [[ἁγνεύω]] (=εἶμαι [[ἁγνός]], [[καθαρίζω]]), [[ἁγνεών]] (=[[τόπος]] ἁγνότητας). Ἀπό τό [[ἀγιστεύω]] παράγεται τό οὐσ. ἀγιστεία (στόν πληθ. =ἅγιες τελετές).
|mantxt=(=ἐπιτελῶ ἱερές τελετές, ζῶ μέ [[εὐσέβεια]], [[ἐξαγνίζω]]). Ἀπό τό [[ἅγιος]]. Ἀπό τήν ἴδια ρίζα οἱ λέξεις: [[ἁγίζω]] (=[[ἀφιερώνω]]), [[ἄγος]] (=[[μίασμα]], [[ἐξάγνιση]]), [[ἅζομαι]] (=[[σέβομαι]]), [[ἁγνός]], [[ἁγνίζω]] (=[[ἐξαγνίζω]]), [[ἅγνισμα]], [[ἁγνισμός]], [[ἁγνιστέος]], [[ἁγνιστήριον]], [[ἁγνιστής]], [[ἁγνιστικός]], [[Ἀγνίτας]] (ἐπώνυμο τοῦ Ἀσκληπιοῦ), [[ἁγνίτης]], [[ἁγνεύω]] (=εἶμαι [[ἁγνός]], [[καθαρίζω]]), [[ἁγνεών]] (=[[τόπος]] ἁγνότητας). Ἀπό τό [[ἀγιστεύω]] παράγεται τό οὐσ. ἀγιστεία (στόν πληθ. =ἅγιες τελετές).
}}
}}

Latest revision as of 12:52, 29 November 2022

Mantoulidis Etymological

(=ἐπιτελῶ ἱερές τελετές, ζῶ μέ εὐσέβεια, ἐξαγνίζω). Ἀπό τό ἅγιος. Ἀπό τήν ἴδια ρίζα οἱ λέξεις: ἁγίζω (=ἀφιερώνω), ἄγος (=μίασμα, ἐξάγνιση), ἅζομαι (=σέβομαι), ἁγνός, ἁγνίζω (=ἐξαγνίζω), ἅγνισμα, ἁγνισμός, ἁγνιστέος, ἁγνιστήριον, ἁγνιστής, ἁγνιστικός, Ἀγνίτας (ἐπώνυμο τοῦ Ἀσκληπιοῦ), ἁγνίτης, ἁγνεύω (=εἶμαι ἁγνός, καθαρίζω), ἁγνεών (=τόπος ἁγνότητας). Ἀπό τό ἀγιστεύω παράγεται τό οὐσ. ἀγιστεία (στόν πληθ. =ἅγιες τελετές).