ἀγιστεύω

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Mantoulidis Etymological

(=ἐπιτελῶ ἱερές τελετές, ζῶ μέ εὐσέβεια, ἐξαγνίζω). Ἀπό τό ἅγιος. Ἀπό τήν ἴδια ρίζα οἱ λέξεις: ἁγίζω (=ἀφιερώνω), ἄγος (=μίασμα, ἐξάγνιση), ἅζομαι (=σέβομαι), ἁγνός, ἁγνίζω (=ἐξαγνίζω), ἅγνισμα, ἁγνισμός, ἁγνιστέος, ἁγνιστήριον, ἁγνιστής, ἁγνιστικός, Ἀγνίτας (ἐπώνυμο τοῦ Ἀσκληπιοῦ), ἁγνίτης, ἁγνεύω (=εἶμαι ἁγνός, καθαρίζω), ἁγνεών (=τόπος ἁγνότητας). Ἀπό τό ἀγιστεύω παράγεται τό οὐσ. ἀγιστεία (στόν πληθ. =ἅγιες τελετές).