πνιγώδης: Difference between revisions
τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πνιγώδης -ες [πνῖγος] verstikkend, verstikt. | |elnltext=πνιγώδης -ες [πνῖγος] [[verstikkend]], [[verstikt]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:42, 29 November 2022
English (LSJ)
ες, A choking, τὸ π. Diph.Siph. ap. Ath.2.61e; of places, stifling, Plu. Alex.77. 2 Pass., choked, stopped, φάρυγξ Hp.Prorrh.1.86; φωνή ib.87, v.l. in Coac.261.
German (Pape)
[Seite 641] ες, stickig, stickend heiß, Plut. Alex. 77 u. sonst; Ath., bei dem es II, 62 c auch tödtlich heißt.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui étouffe, qui suffoque.
Étymologie: πνῖγος, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πνιγώδης -ες [πνῖγος] verstikkend, verstikt.
Russian (Dvoretsky)
πνῑγώδης:
1 душащий, удушливый (ἆσθμα Plut.);
2 душный, знойный (ἀήρ, τόποι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πνῑγώδης: -ες, (εἶδος) πνίγων, τὸ πνιγῶδες Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 61Ε· ἐπὶ θερμότητος, πνιγηρός, Πλουτ. Ἀλέξ. ἐν τέλ., 2) Παθ., πνιγώδης φάρυγξ 74Α· φωνὴ πνιγώδης κτλ., ἴδε Foës. Oecon.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α πνίγος
1.αυτός που πνίγει
2. (για χώρο) αποπνικτικός («τὸ σῶμα κείμενον ἐν τόποις θερμοῖς καὶ πνιγώδεσιν», Ιπποκρ.)
3. (για αναπνευστική οδό) πνιγμένος, φραγμένος («πνιγώδης φάρυγξ», Ιπποκρ.).