γνωμοτύπος: Difference between revisions
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[γνωμοτύπος]] -ον [[γνώμη]], [[τύπτω]] die spreuken verzint. | |elnltext=[[γνωμοτύπος]] -ον [[γνώμη]], [[τύπτω]] [[die spreuken verzint]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:46, 29 November 2022
English (LSJ)
[ῠ], ον, (τύπτω) maxim-coining, sententious, Id.Ra.877, Nu.952 (lyr.); γ. μάλιστα οἱ ἀγροῖκοι Arist.Rh.1395a7.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
acuñador de máximas, sentencioso ἄνδρες Ar.Ra.877, μέριμναι Ar.Nu.952, οἱ γὰρ ἀγροῖκοι μάλιστα γνωμοτύποι εἰσί Arist.Rh.1395a7.
German (Pape)
[Seite 498] Denksprüche prägend; ἄνδρες Ar. Ran. 876; μέριμναι Nubb. 940; vgl. Arist. rhet. 2, 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui forge des sentences, sentencieux.
Étymologie: γνώμη, τύπτω.
Greek (Liddell-Scott)
γνωμοτύπος: [ῠ], -ον, (τύπτω) ἀποφθέγματα γνωμικὰ ποιῶν, ἀποφθεγματικῶς ὁμιλῶν, Ἀριστοφ. Βατρ. 877, Νεφ. 950· γν. μάλιστα οἱ ἀγροῖκοι Ἀριστ. Ρητ. 2. 21,9. ― γνωμοτυπία Ἡσύχ.
Greek Monolingual
γνωμοτύπος, -ον (Α)
συνθέτης γνωμικών.
Greek Monotonic
γνωμοτύπος: [ῠ], -ον (τύπτω), αυτός που δημιουργεί γνωμικά, ρητά, αυτός που μιλάει αποφθεγματικά, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
τύπτω
maxim-coining, sententious, Ar.