τυμβοχόη: Difference between revisions
From LSJ
Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=τυμβοχόη -ης, ἡ [τυμβοχόος] bouw van een grafheuvel. | |elnltext=τυμβοχόη -ης, ἡ [τυμβοχόος] [[bouw van een grafheuvel]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:53, 29 November 2022
English (LSJ)
ἡ, the throwing up a cairn or barrow, ibid. (nisi leg. τυμβοχοῆσ', v. foreg.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυμβοχόη -ης, ἡ [τυμβοχόος] bouw van een grafheuvel.
Russian (Dvoretsky)
τυμβοχόη: ἡ насыпание могильного холма, погребение Hom.
English (Autenrieth)
see the foregoing.
Greek Monolingual
ἡ, Α τυμβοχοῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τυμβοχοῶ, επισώρευση χώματος πάνω σε τάφο νεκρού.
Greek Monotonic
τυμβοχόη: ἡ, συσσώρευση χώματος σε τάφο, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
τυμβοχόη: (οὐχί -χοή, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 498), ἡ, τὸ τυμβοχοεῖν, ἐπισώρευσις χώματος ἐπὶ τάφου, οὐδέ τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχόης, «χωστοῦ τάφου» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 323· ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ.