δεισήνωρ: Difference between revisions

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δεισήνωρ -ορος [δείδω, ἀνήρ] als adj. die haar man vreest.
|elnltext=δεισήνωρ -ορος [[[δείδω]], [[ἀνήρ]]] als adj. die haar man vreest.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:56, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεισήνωρ Medium diacritics: δεισήνωρ Low diacritics: δεισήνωρ Capitals: ΔΕΙΣΗΝΩΡ
Transliteration A: deisḗnōr Transliteration B: deisēnōr Transliteration C: deisinor Beta Code: deish/nwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ, fearing man, A.Ag.154 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ορος
que respeta al esposo θυσία ... οὐ δ. A.A.152.

German (Pape)

[Seite 541] ορος, θυσία, Männer fürchtend, achtend, Aesch. Ag. 148.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui craint ou respecte un époux.
Étymologie: δείδω, ἀνήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεισήνωρ -ορος [δείδω, ἀνήρ] als adj. die haar man vreest.

Russian (Dvoretsky)

δεισήνωρ: ορος adj. предполож. возбуждающий страх в людях, т. е. бесчеловечный, жестокий (θυσία Aesch.).

Greek Monolingual

δεισήνωρ (-ορος), ο, η (Α)
αυτός που φοβάται τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεισ(ι)- (< δείδω) + -ήνωρ (< ανήρ). Για τον σχηματισμό πρβλ. δεισιδαίμων.

Greek Monotonic

δεισήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (δείδωἀνήρ), αυτός που φοβάται τους άνδρες, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

δεισήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ φοβούμενος τοὺς ἄνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 154.

Middle Liddell

δείδω, ἀνήρ
fearing man, Aesch.