δημοῦχος: Difference between revisions
οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δημοῦχος -ον [δῆμος, ἔχω] [[beschermer van een land]]. | |elnltext=δημοῦχος -ον [[[δῆμος]], [[ἔχω]]] [[beschermer van een land]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:57, 29 November 2022
English (LSJ)
Dor. δᾱμ-, ον, (ἔχω) protectors or possessors of the land, epithet of guardian deities, S.OC458; δαμοῦχοι γᾶς ib.1087(lyr.); ἄνδρες δ. χθονός ib.1348; title of the Heraclidae at Thespiae, D.S. 4.29.
German (Pape)
[Seite 565] das Volk lenkend; χθονός, Theseus, Soph. O. C. 13501 – sonst θεαί, die in Athen einheimischen u. dort vorzüglich verehrten Eumeniden, 459; vgl. D. Sic. 4, 29; – übh. = Einwohner, γᾶς 1089.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 protecteur du pays ou du peuple;
2 qui gouverne le pays ou le peuple.
Étymologie: δῆμος, ἔχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημοῦχος -ον [δῆμος, ἔχω] beschermer van een land.
Russian (Dvoretsky)
δημοῦχος:
1 оберегающий страну (θεαί Soph.);
2 управляющий страной (ἄνδρες τῆσδε δημοῦχοι χθονός Soph.).
II ὁ правитель, владетель (γᾶς τᾶσδε Soph.; ἑπτὰ ἐν Θεσπιαῖς δημοῦχοι Diod.).
Greek Monolingual
δημοῦχος, -ον (Α)
1. (για θεότητες) αυτός ή αυτή που προστατεύει τον λαό
2. ο ιδιοκτήτης γης ή ο προστάτης της.
Greek Monotonic
δημοῦχος: -ον (ἔχω), αυτός που προστατεύει το λαό, λέγεται για τις θεότητες που φρουρούν την πόλη, σε Σοφ.· δημοῦχοι γῆς, αυτοί που κυβερνούν το λαό της χώρας, άρχοντες, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
δημοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ προστατεύων τὸν λαόν· ὡς ἐπίθ. τῶν προστατευουσῶν θεοτήτων, Σοφ. Ο. Κ. 458· δημοῦχοι γᾶς, χθονός, οἱ κυβερνῶντες τὸν λαὸν τῆς χώρας, αὐτόθι 1086, 1348. Ἐν Θεσπιαῖς οἱ ἄρχοντες τῆς πόλεως ἐλέγοντο δημοῦχοι, Διόδ. Σ. 4. 29.
Middle Liddell
[ἔχω]
protecting the people, of guardian deities, Soph.; δημοῦχοι γᾶς ruling the people of the land, Soph.
English (Woodhouse)
tutelary, protecting a country, protecting the land, tutelary guardian