κεγχροβόλοι: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κεγχροβόλοι -ων, οἱ [κέγχρος, βάλλω] gierstwerpers (fictief volk).
|elnltext=κεγχροβόλοι -ων, οἱ [[[κέγχρος]], [[βάλλω]]] gierstwerpers (fictief volk).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:57, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχροβόλοι Medium diacritics: κεγχροβόλοι Low diacritics: κεγχροβόλοι Capitals: ΚΕΓΧΡΟΒΟΛΟΙ
Transliteration A: kenchrobóloi Transliteration B: kenchroboloi Transliteration C: kegchrovoloi Beta Code: kegxrobo/loi

English (LSJ)

οἱ, millet-throwers, fabulous tribe in Luc.VH1.13.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεγχροβόλοι -ων, οἱ [κέγχρος, βάλλω] gierstwerpers (fictief volk).

Greek Monolingual

κεγχροβόλοι, οἱ (Α)
(κωμική λέξη στον Λουκιανό)
αυτοί που πολεμούν με κεχρί, που εκτοξεύουν ως βλήματα σπόρους κέγχρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκοβόλος, πυρσοβόλος.

Greek Monotonic

κεγχροβόλοι: οἱ (βάλλω), αυτοί που σπέρνουν κέγχρους, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχροβόλοι: οἱ, οἱ βάλλοντες, σπείροντες κέγχρους, μυθώδης φυλὴ παρὰ τῷ Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13.

Middle Liddell

κεγχρο-βόλοι, οἱ, βάλλω
millet-throwers, Luc.