σιδηρόσπαρτος: Difference between revisions
Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σιδηρόσπαρτος -ον [σίδηρος, σπείρω] door ijzer geproduceerd. [Luc.] 74.100. | |elnltext=σιδηρόσπαρτος -ον [[[σίδηρος]], [[σπείρω]]] door ijzer geproduceerd. [Luc.] 74.100. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:02, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, sown or produced by iron, Luc.Ocyp.100.
German (Pape)
[Seite 880] durch Eisen gesäet od. verursacht, Luc. Ocyp. 100.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
engendré par le fer.
Étymologie: σίδηρος, σπαρτός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιδηρόσπαρτος -ον [σίδηρος, σπείρω] door ijzer geproduceerd. [Luc.] 74.100.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηρόσπαρτος: причиненный железом (ножом) (πόνος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρόσπαρτος: -ον, ἐσπαρμένος ἢ παραγόμενος διὰ σιδήρου Λουκ. Ὠκύπ. 100.
Greek Monolingual
-ον, Α
σπαρμένος με σίδηρο ή αυτός που προέρχεται από σίδηρο («τολμᾷς σιδηρόσπαρτον ἐπιβαλεῖν πόνον;», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + σπαρτός (< σπείρω), πρβλ. ὀφιό-σπαρτος].
Greek Monotonic
σῐδηρόσπαρτος: -ον, αυτός που είναι σπαρμένος με σίδερα ή κατασκευασμένος από σίδηρο, σε Λουκ.