ποικιλόθριξ: Difference between revisions
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> [[au poil tacheté]];<br /><b>2</b> aux plumes tachetées.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[θρίξ]]. | |btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> [[au poil tacheté]];<br /><b>2</b> [[aux plumes tachetées]].<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[θρίξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:48, 30 November 2022
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. -τριχος, spotted, dappled, νεβρός E. Alc. 584 (lyr.); of birds, v.l. in Lyr.Adesp. 94.
German (Pape)
[Seite 650] mit buntem Haare; νεβρός, Eur. Alc. 583; auch ποικιλοτρίχων οἰωνῶν, Plut. adv. stoic. 19.
French (Bailly abrégé)
ότριχος (ὁ, ἡ)
1 au poil tacheté;
2 aux plumes tachetées.
Étymologie: ποικίλος, θρίξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλόθριξ -τρῐχος [ποικίλος, θρίξ] met gevlekte vacht.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλόθριξ: τρῐχος adj.
1 с пестрой шерстью (νεβρός Eur.);
2 с пестрым оперением (οἰωνοί Plut.).
Greek Monolingual
-τριχος, ὁ, ἡ, Α
(για ζώα και για πτηνά) αυτός που έχει ποικιλόχρωμο, παρδαλό τρίχωμα ή φτέρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + θρίξ, τριχός (πρβλ. πολύ-θριξ)].
Greek Monotonic
ποικῐλόθριξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει τρίχωμα με βούλες, κατάστικτος, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλόθριξ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τρίχα ποικίλην ἢ δέρμα κατάστικτον, νεβρὸς Εὐρ. Ἄλκ. 584˙ ἐπὶ πτηνῶν, Πλούτ. 2. 1067Ε.