οἰκιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);" to "$1 $2, $3, $4;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 .<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> [[qui établit des habitants dans]], [[fondateur]], [[colonisateur]];<br /><b>2</b> habitant.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκίζω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> [[qui établit des habitants dans]], [[fondateur]], [[colonisateur]];<br /><b>2</b> [[habitant]].<br />'''Étymologie:''' [[οἰκίζω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:48, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκιστήρ Medium diacritics: οἰκιστήρ Low diacritics: οικιστήρ Capitals: ΟΙΚΙΣΤΗΡ
Transliteration A: oikistḗr Transliteration B: oikistēr Transliteration C: oikistir Beta Code: oi)kisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, poet. for οἰκιστής, Pi.O. 7.30, al., Orac. ap. Hdt.4.155, Call.Ap.67, Abh.Berl.Akad.1925(5).21 (Cyrene); cf. οἰκητήρ.

German (Pape)

[Seite 301] ῆρος, ὁ, der Ansiedler, Gründer eines Ortes; χθονός, Pind. O. 7, 30 P. 1, 31; Λιβύας, 4, 6; Orak. bei Her. 4, 155; Bewohner, Aesch. Spt. 19 u. sp. D., wie Ep. ad. 209 (App. 386), χώρης.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
1 qui établit des habitants dans, fondateur, colonisateur;
2 habitant.
Étymologie: οἰκίζω.

Russian (Dvoretsky)

οἰκιστήρ: ῆρος ὁ
1 колонизатор (Λιβύας Pind.);
2 жилец, житель Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκιστήρ: ῆρος, Ποιητ. ἀντὶ τοῦ οἰκιστής, Πινδ. Ο. 7. 54, κ. ἀλλ., Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 4. 155· πρβλ. οἰκητήρ.

English (Slater)

οἰκιστήρ founder, colonizer τᾶσδέ ποτε χθονὸς οἰκιστήρ Tlepolemos, who settled Rhodes (O. 7.30) ὄρος τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα Hieron, founder of Aitna (P. 1.31) ἱέρεα χρῆσεν οἰκιστῆρα Βάττον καρποφόρου Λιβύας (P. 4.6)

Greek Monolingual

οἰκιστήρ, -ήρος, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. οικιστής, ιδρυτής πόλεως («τῆσδε χθονὸς οἰκιστήρ», Πίνδ.)
2. μτφ. ο οδηγός, αυτός που υποδεικνύει τον τόπο του αποικισμού («καὶ Λιβύην ἐσιόντι κόραξ ἡγήσατο λαῷ δεξιὸς οἰκιστήρ», Καλλίμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κομισ-τήρ)].

Middle Liddell

οἰκιστήρ, ῆρος, [poetic for οἰκιστής, Pind., Orac. ap. Hdt.]