ὁδάω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 .<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> [[transporter pour vendre]];<br /><b>2</b> vendre.<br />'''Étymologie:''' [[ὁδός]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> [[transporter pour vendre]];<br /><b>2</b> [[vendre]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁδός]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:54, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδάω Medium diacritics: ὁδάω Low diacritics: οδάω Capitals: ΟΔΑΩ
Transliteration A: hodáō Transliteration B: hodaō Transliteration C: odao Beta Code: o(da/w

English (LSJ)

(ὁδός) export and sell : generally, sell, βορὰν ὁδῆσαι ναυτίλοις E.Cyc.98; ὅδησον ἡμῖν σῖτον ib.133:—Pass., to be carried away and sold, ὡς ὁδηθείης μακράν ib.12 :—also ὁδεῖν· πωλεῖν, Hsch.—Cf. ἐξοδάω.

German (Pape)

[Seite 291] ausführen u. verkaufen; ὅδησον ἡμῖν σῖτον Eur. Cycl. 133, vgl. 98, ὡς ὁδηθείης 12. Die Gramm., wie Hesych., erwähnen auch ὁδέω, durch πωλέω es erklärend.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 transporter pour vendre;
2 vendre.
Étymologie: ὁδός.

Russian (Dvoretsky)

ὁδάω: (только imper. aor. ὅδησον, inf. aor. ὁδῆσαι и aor. opt. pass. ὁδηθείην)
1 увозить (τινὰ μακράν Eur.);
2 везти на продажу, продавать (βοράν, σῖτόν τινι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁδάω: (ὁδὸς) ἐξάγω τι πρὸς πώλησιν, πωλῶ, εἴ τε τις ἐθέλει βορὰν ὁδῆσαι ναυτίλοις Εὐρ. Κύκλ. 98· ὅδησον ἡμῖν σῖτον, «πώλησον» (Ἡσύχ.), αὐτόθι 133. - Παθ., ἐξάγομαι καὶ πωλοῦμαι, ὡς ὁδηθείης μακράν, «πραθείης» (Ἡσύχ.), αὐτόθι 12. - Εὕρηται μόνον κατ’ ἀόρ., ἂν καὶ ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει: «ὁδεῖν· πωλεῖν»· πρβλ. ἐξοδάω. (Ἐκ τοῦ ὁδός, ὡς ἔμπορος, ἐμπορεύω, ἐκ τοῦ πόρος).

Greek Monotonic

ὁδάω: αόρ. αʹ ὥδησα, Παθ. ὡδήθην (ὁδός),· πηγαίνω κάτι στην αγορά για πούλημα, γενικά, πουλώ στην αγορά, σε Ευρ.· Παθ., εξάγομαι και πουλιέμαι, στον ίδ.

Middle Liddell

ὁδάω, ὁδός
to export and sell; generally, to sell, Eur.:—Pass. to be carried away and sold, Eur.