λαμπροφωνία: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λαμπροφωνία:''' ион. [[λαμπροφωνίη]] ἡ чистота голоса, ясный голос (sc. τῶν κηρύκων Her.). | |elrutext='''λαμπροφωνία:''' ион. [[λαμπροφωνίη]] ἡ чистота голоса, ясный голос (''[[sc.]]'' τῶν κηρύκων Her.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[λαμπροφωνία]], ἡ,<br />[[clearness]] and [[loudness]] of [[voice]], Hdt. [from [[λαμπρόφωνος]] | |mdlsjtxt=[[λαμπροφωνία]], ἡ,<br />[[clearness]] and [[loudness]] of [[voice]], Hdt. [from [[λαμπρόφωνος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 30 November 2022
English (LSJ)
v. sub λαμπρόφωνος.
German (Pape)
[Seite 13] ἡ, helle, laute Stimme des Herolds, Her. 6, 60; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
voix claire ou forte.
Étymologie: λαμπρόφωνος.
Greek Monolingual
λαμπροφωνία, ιων. τ. λαμπροφωνίη, ἡ (Α) λαμπρόφωνος
το να έχει κάποιος λαμπρή, δυνατή και ευκρινή φωνή («οὐ κατὰ λαμπροφωνίην ἐπιτιθέμενοι ἄλλοι σφέας παρακλήιουσι», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
λαμπροφωνία: Ιων. λαμπροφωνίη, ἡ, ευκρίνεια και ηχηρότητα φωνής, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
λαμπροφωνία: ион. λαμπροφωνίη ἡ чистота голоса, ясный голос (sc. τῶν κηρύκων Her.).
Middle Liddell
λαμπροφωνία, ἡ,
clearness and loudness of voice, Hdt. [from λαμπρόφωνος