παράμεσος: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paramesos | |Transliteration C=paramesos | ||
|Beta Code=para/mesos | |Beta Code=para/mesos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[next the middle]], δάκτυλος <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Onom.</span>83</span>, <span class="bibl">Poll.2.145</span>, Gal.2.264. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[out of the centre of gravity]], <b class="b3">π. ἠρτῆσθαι</b> prob. in <span class="bibl">Apollod.<span class="title">Poliorc.</span>158.7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> παραμέση (sc. [[χορδή]]), ἡ, the string [[next above the]] [[μέση]] ([[quod vide|q.v.]]), the lowest note in the disjunctive tetrachord, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>922b5</span>, <span class="bibl">Aristox.<span class="title">Harm.</span>p.34</span> M., etc.:—also παράμεσος, <span class="bibl">Euc.<span class="title">Sect.Can.</span>19</span>, <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Harm.</span>11</span>.</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[next the middle]], δάκτυλος <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Onom.</span>83</span>, <span class="bibl">Poll.2.145</span>, Gal.2.264. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[out of the centre of gravity]], <b class="b3">π. ἠρτῆσθαι</b> prob. in <span class="bibl">Apollod.<span class="title">Poliorc.</span>158.7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> παραμέση (''[[sc.]]'' [[χορδή]]), ἡ, the string [[next above the]] [[μέση]] ([[quod vide|q.v.]]), the lowest note in the disjunctive tetrachord, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>922b5</span>, <span class="bibl">Aristox.<span class="title">Harm.</span>p.34</span> M., etc.:—also παράμεσος, <span class="bibl">Euc.<span class="title">Sect.Can.</span>19</span>, <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Harm.</span>11</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:30, 30 November 2022
English (LSJ)
ον, A next the middle, δάκτυλος Ruf.Onom.83, Poll.2.145, Gal.2.264. 2 out of the centre of gravity, π. ἠρτῆσθαι prob. in Apollod.Poliorc.158.7. II παραμέση (sc. χορδή), ἡ, the string next above the μέση (q.v.), the lowest note in the disjunctive tetrachord, Arist.Pr.922b5, Aristox.Harm.p.34 M., etc.:—also παράμεσος, Euc.Sect.Can.19, Nicom.Harm.11.
German (Pape)
[Seite 489] neben der Mitte, so heißt der Finger neben dem kleinen, Hippocr.; Poll. 2, 145.
Greek (Liddell-Scott)
παράμεσος: -ον, ὁ πλησίον τοῦ μέσου, δάκτυλος Πολυδ. Β΄, 145, Γαλην. ΙΙ. παρᾰμέση (ἐξυπακ. χορδή), ἡ, ἡ χορδὴ ἡ μετὰ τὴν μέσην, Ἀριστ. Προβλ. 1947· πρβλ. παρανήτη, παρυπάτη.
Greek Monolingual
-η, -ο / παράμεσος, -έση, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ
αυτός που βρίσκεται κοντά στο μέσο, στο κέντρο («παράμεσος δάκτυλος» — το δάχτυλο που βρίσκεται ανάμεσα στο μέσο και στο μικρό)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο παράμεσος
ο παράμεσος δάκτυλος, αλλ. δακτυλίτης
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται έξω από το κέντρο βαρύτητας
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παραμέση ή παράμεσος
(ενν. χορδή) η χορδή η οποία βρίσκεται πάνω από τη μέση, ο χαμηλότερος φθόγγος στο διαζευγμένο τετράγωνο
3. φρ. «παράμεσος συστολεύς»
ναυτ. ο προς την οπίσθια όψη τετράγωνου ιστίου μέσος συστολέας.
επίρρ...
παραμέσως Α
με την κύρια έννοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μέσον.