σχισμός: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σχισμός:''' ὁ [[раскалывание]], [[разрыв]] (sc. τοῦ νέφους Plut.): σ. ἀμφήκει [[δορί]] Aesch. гибель от обоюдоострого топора.
|elrutext='''σχισμός:''' ὁ [[раскалывание]], [[разрыв]] (''[[sc.]]'' τοῦ νέφους Plut.): σ. ἀμφήκει [[δορί]] Aesch. гибель от обоюдоострого топора.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:35, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχισμός Medium diacritics: σχισμός Low diacritics: σχισμός Capitals: ΣΧΙΣΜΟΣ
Transliteration A: schismós Transliteration B: schismos Transliteration C: schismos Beta Code: sxismo/s

English (LSJ)

ὁ, cleaving, A.Ag.1149, Placit.3.3.3.

German (Pape)

[Seite 1056] ὁ, das Spalten, Zerschneiden, Zethauen; δορί, das Tödten, Aesch. Ag. 1120; Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de fendre, de déchirer.
Étymologie: σχίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχισμός -οῦ, ὁ [σχίζω] het splijten. Aeschl. Ag. 1149.

Russian (Dvoretsky)

σχισμός:раскалывание, разрыв (sc. τοῦ νέφους Plut.): σ. ἀμφήκει δορί Aesch. гибель от обоюдоострого топора.

Greek (Liddell-Scott)

σχισμός: ὁ, σχίσις, σχίσιμον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1149, Πλούτ. 2. 893Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 4.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ σχίζω
νεοελλ.
(ορυκτ.-κρυσταλλ.) η τάση μιας κρυσταλλικής ουσίας να αποχωρίζεται σε τεμάχη που ορίζονται από επίπεδες επιφάνειες
αρχ.
σχίσιμο, πληγή («ἐμοὶ δὲ μίμνει σχισμὸς ἀμφήκει δορί», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

σχισμός: ὁ, ενέργεια, πράξη σχισίματος, σκίσιμο, κόμιψο, τομή, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

σχισμός, οῦ, ὁ, σχίζω
a cleaving, Aesch.

English (Woodhouse)

cutting up

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)