Ῥοδιακός: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Rodiakos
|Transliteration C=Rodiakos
|Beta Code=*(rodiako/s
|Beta Code=*(rodiako/s
|Definition=ή, όν, [[Rhodian]], [[of Rhodes]], Str.2.5.14:—[[Ῥοδιακόν]] (sc. [[σκύφος]]), τό, [[Rhodian]] [[cup]], a kind of [[cup]] made at [[Rhodes]], Epig.5, Diph.5, IG11(2).110.21, 27 (Delos, iii B.C.), etc.; also called Ῥοδιακὴ [[χυτρίς]], Arist.Fr.110; [[Ῥοδιακή]] alone, IG11(2).110, al. (Delos, iii B.C.), 7.3498.6 (Orop.); and [[Ῥοδιάς]], άδος, ἡ, Ath.11.496e, Phot.
|Definition=ή, όν, [[Rhodian]], [[of Rhodes]], Str.2.5.14:—[[Ῥοδιακόν]] (''[[sc.]]'' [[σκύφος]]), τό, [[Rhodian]] [[cup]], a kind of [[cup]] made at [[Rhodes]], Epig.5, Diph.5, IG11(2).110.21, 27 (Delos, iii B.C.), etc.; also called Ῥοδιακὴ [[χυτρίς]], Arist.Fr.110; [[Ῥοδιακή]] alone, IG11(2).110, al. (Delos, iii B.C.), 7.3498.6 (Orop.); and [[Ῥοδιάς]], άδος, ἡ, Ath.11.496e, Phot.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:42, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ῥοδιᾰκός Medium diacritics: Ῥοδιακός Low diacritics: Ροδιακός Capitals: ΡΟΔΙΑΚΟΣ
Transliteration A: Rhodiakós Transliteration B: Rhodiakos Transliteration C: Rodiakos Beta Code: *(rodiako/s

English (LSJ)

ή, όν, Rhodian, of Rhodes, Str.2.5.14:—Ῥοδιακόν (sc. σκύφος), τό, Rhodian cup, a kind of cup made at Rhodes, Epig.5, Diph.5, IG11(2).110.21, 27 (Delos, iii B.C.), etc.; also called Ῥοδιακὴ χυτρίς, Arist.Fr.110; Ῥοδιακή alone, IG11(2).110, al. (Delos, iii B.C.), 7.3498.6 (Orop.); and Ῥοδιάς, άδος, ἡ, Ath.11.496e, Phot.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Rhodes, rhodien.
Étymologie: Ῥόδος.

Russian (Dvoretsky)

Ῥοδιακός: Arst. = Ῥόδιος I.

Greek (Liddell-Scott)

Ῥοδιακός: -ή, -όν, ὁ ἐκ Ρόδου, Στράβ. 119 ὡσαύτως Ῥοδιανός, ή, όν, Διοσκ. 3. 101· ― Ῥοδιακὸν (ἐξυπακ. σκύφος), τό, εἶδος ποτηρίου ἐν Ρόδῳ κατασκευαζόμενον, Ἐπιγένης ἐν «Ἡρωίνῃ» 2, Δίφιλος ἐν «Αἰρησιτείχει» 1, κτλ.· ἐκαλεῖτο δὲ τοῦτο καὶ Ῥοδιακὴ χυτρίς, Ἀριστ. Ἀποσπ. 105, πρβλ. Κωμ. Ἀποσπ. 4. 544· καὶ Ῥοδιάς, -άδος, ἡ, Ἀθήν. 496F, Φώτ.

Greek Monotonic

Ῥοδιακός: -ή, -όν (Ῥόδος), Ρόδιος, Ροδίτης, αυτός που προέρχεται από τη Ρόδο, σε Στράβ.· επίσης, Ῥόδιος, , -ον (Ῥόδος), σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.

Middle Liddell

Ῥοδιακός, ή, όν Ῥόδος
Rhodian, of Rhodes, Strab.: —also Ῥόδιος, η, ον, Il., Xen.