κοσμητήρ: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κοσμητήρ -ῆρος, ὁ [κοσμητής] [[aanvoerder]].
|elnltext=κοσμητήρ -ῆρος, ὁ [κοσμητής] [[aanvoerder]].
}}
{{pape
|ptext=ῆρος, ὁ, = [[κοσμητής]], <i>der [[Ordner]]</i>; μάχης p. bei Aesch. 3.185; πόληος Maneth. 1.105. Auch Plut. <i>Cim</i>. 7.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κοσμητήρ]], ῆρος, = [[κοσμητής]], Epigr. ap. Aeschin., Plut.]
|mdlsjtxt=[[κοσμητήρ]], ῆρος, = [[κοσμητής]], Epigr. ap. Aeschin., Plut.]
}}
{{pape
|ptext=ῆρος, ὁ, = [[κοσμητής]], <i>der [[Ordner]]</i>; μάχης p. bei Aesch. 3.185; πόληος Maneth. 1.105. Auch Plut. <i>Cim</i>. 7.
}}
}}

Revision as of 12:32, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμητήρ Medium diacritics: κοσμητήρ Low diacritics: κοσμητήρ Capitals: ΚΟΣΜΗΤΗΡ
Transliteration A: kosmētḗr Transliteration B: kosmētēr Transliteration C: kosmitir Beta Code: kosmhth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, A = κοσμητής, Epigr. ap. Aeschin.3.185. II at Itanos, title of eponymous magistrate, SIG463.15 (iii B. C.), Supp.Epigr.2.512.22.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui arrange, dispose ou dirige.
Étymologie: κοσμέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοσμητήρ -ῆρος, ὁ [κοσμητής] aanvoerder.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, = κοσμητής, der Ordner; μάχης p. bei Aesch. 3.185; πόληος Maneth. 1.105. Auch Plut. Cim. 7.

Russian (Dvoretsky)

κοσμητήρ: ῆρος ὁ Plut. = κοσμητής.

Greek Monolingual

κοσμητήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. κοσμήτειρα (Α) κοσμώ
1. αυτός που διευθύνει, αρχηγός
2. (στον Ίτανο) τίτλος επώνυμου άρχοντα
3. φρ. «κοσμήτειρα τῆς Ἀρτέμιδος» — τίτλος γυναίκας αξιωματούχου στην Έφεσο.

Greek Monotonic

κοσμητήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Επιγρ. παρά Αισχίν., σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμητήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ κοσμητής, Ἐπίγραμμ. παρ᾿ Αἰσχίν. 80. 22, Πλουτ. Κίμ. 7.

Middle Liddell

κοσμητήρ, ῆρος, = κοσμητής, Epigr. ap. Aeschin., Plut.]