νυκτοπεριπλάνητος: Difference between revisions
From LSJ
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[νυκτοπλανής]]. | |btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[νυκτοπλανής]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[νυκτίπλαγκτος]], Ar. <i>Ach</i>. 252. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[wandering by night]] | |woodrun=[[wandering by night]] | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 30 November 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον, roaming about by night, Ar.Ach. 264 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. νυκτοπλανής.
German (Pape)
= νυκτίπλαγκτος, Ar. Ach. 252.
Russian (Dvoretsky)
νυκτοπεριπλάνητος: (ᾰ) шатающийся по ночам Arph.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτοπεριπλάνητος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα περιπλανώμενος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 264.
Greek Monolingual
νυκτοπεριπλάνητος, -ον (Α)
αυτός που περιπλανάται στη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + περιπλανῶμαι].
Greek Monotonic
νυκτοπεριπλάνητος: [ᾰ], -ον (πλανάομαι), αυτός που περιπλανιέται τη νύχτα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
νυκτο-περι-πλάνητος, ον, [πλανάομαι]
roaming about by night, Ar.