τριπέτηλος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à trois feuilles ; τὸ τριπέτηλον, <i>c.</i> [[τρίφυλλον]].<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[πέταλον]].
|btext=ος, ον :<br />à trois feuilles ; τὸ τριπέτηλον, <i>c.</i> [[τρίφυλλον]].<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[πέταλον]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[dreiblätterig]], H.h. Merc</i>. 530; τὸ τριπ., das [[Kraut]] [[τρίφυλλον]], Nic. <i>Th</i>. 522.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῐ-[[πέτηλος]], ον, [[πέτηλον]]<br />[[three]]-leafed, Hhymn.
|mdlsjtxt=τρῐ-[[πέτηλος]], ον, [[πέτηλον]]<br />[[three]]-leafed, Hhymn.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[dreiblätterig]], H.h. Merc</i>. 530; τὸ τριπ., das [[Kraut]] [[τρίφυλλον]], Nic. <i>Th</i>. 522.
}}
}}

Revision as of 12:40, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπέτηλος Medium diacritics: τριπέτηλος Low diacritics: τριπέτηλος Capitals: ΤΡΙΠΕΤΗΛΟΣ
Transliteration A: tripétēlos Transliteration B: tripetēlos Transliteration C: tripetilos Beta Code: tripe/thlos

English (LSJ)

ον, A three-leafed, or perhaps three-branched, of Hermes' wand, h.Merc 530. II Subst. τριπέτηλον, τό, = τρίφυλλον, Call.Dian.165, Nic. Th.522.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois feuilles ; τὸ τριπέτηλον, c. τρίφυλλον.
Étymologie: τρεῖς, πέταλον.

German (Pape)

dreiblätterig, H.h. Merc. 530; τὸ τριπ., das Kraut τρίφυλλον, Nic. Th. 522.

Russian (Dvoretsky)

τρῐπέτηλος: с тремя листьями (ῥάβδος HH).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπέτηλος: -ον, ὁ ἔχων τρία πέταλα ἢ φύλλα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 530· - τριπέτηλον, τό, = τρίφυλλον, τὸ «τριφύλλι», Καλλ. εἰς Δήμ. 165, Ἀποσπ. 334, Νικ. Θηρ. 522.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει τρία πέταλα ή τρία φύλλα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριπέτηλον
το τριφύλλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πέτηλος (< πέτηλον, άλλος τ. του πέταλον), πρβλ. καλλιπέτηλος.

Greek Monotonic

τρῐπέτηλος: -ον (πέτηλον), αυτός που έχει τρία πέταλα ή φύλλα, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

τρῐ-πέτηλος, ον, πέτηλον
three-leafed, Hhymn.