ἀκύλιστος: Difference between revisions

From LSJ

ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br />[[inamovible]] κραδίη Timo <i>SHell</i>.790, de Protágoras, Timo <i>SHell</i>.779.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br />[[inamovible]] κραδίη Timo <i>SHell</i>.790, de Protágoras, Timo <i>SHell</i>.779.
}}
{{pape
|ptext=<i>nicht fortzuwälzen, fest</i>, [[κραδίη]] Timon. bei [[Athen]]. IV.162f; οὐκ [[ἀκύλιστος]], [[gewandt]], Id. bei Sext.Emp. <i>adv. Math</i>. 8.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ακύλητος και ακύλιγος, -η, -ο (Α [[ἀκύλητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να κυλιστεί, να κινηθεί περιστροφικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν κυλίστηκε ή δεν κυλιέται [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀκύλιστος]] [[κραδίη]]», ψυχρή, ατρόμητη [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[κυλιστός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἐκύλισα</i>, [[κυλίω]].
|mltxt=και ακύλητος και ακύλιγος, -η, -ο (Α [[ἀκύλητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να κυλιστεί, να κινηθεί περιστροφικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν κυλίστηκε ή δεν κυλιέται [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀκύλιστος]] [[κραδίη]]», ψυχρή, ατρόμητη [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[κυλιστός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἐκύλισα</i>, [[κυλίω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>nicht fortzuwälzen, fest</i>, [[κραδίη]] Timon. bei [[Athen]]. IV.162f; οὐκ [[ἀκύλιστος]], [[gewandt]], Id. bei Sext.Emp. <i>adv. Math</i>. 8.
}}
}}

Revision as of 12:55, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκύλιστος Medium diacritics: ἀκύλιστος Low diacritics: ακύλιστος Capitals: ΑΚΥΛΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akýlistos Transliteration B: akylistos Transliteration C: akylistos Beta Code: a)ku/listos

English (LSJ)

ον, A not to be rolled about: metaph., κραδίη ἀ. an undaunted heart, Timo 16. II of Protagoras, οὐκ ἀ. not without volubility or versatility, Id.5.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
inamovible κραδίη Timo SHell.790, de Protágoras, Timo SHell.779.

German (Pape)

nicht fortzuwälzen, fest, κραδίη Timon. bei Athen. IV.162f; οὐκ ἀκύλιστος, gewandt, Id. bei Sext.Emp. adv. Math. 8.

Russian (Dvoretsky)

ἀκύλιστος: (ῠ) досл. с трудом катящийся, перен. неповоротливый: οὐκ ἀ. Sext. бойкий.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκύλιστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κυλίσῃ τῇδε κἀκεῖσαι: μεταφ. κραδίη ἀκ., ἄτρομος καρδία, Τίμων παρ’ Ἀθην. 162F. ΙΙ. περὶ Πρωταγόρου, οὐκ. ἀκ. οὐχὶ ἄνευ εὐστροφρίας γλώσσης, ἢ εὐτραπελίας, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 57.

Greek Monolingual

και ακύλητος και ακύλιγος, -η, -ο (Α ἀκύλητος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να κυλιστεί, να κινηθεί περιστροφικά
νεοελλ.
αυτός που δεν κυλίστηκε ή δεν κυλιέται κάπου
αρχ.
φρ. «ἀκύλιστος κραδίη», ψυχρή, ατρόμητη καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + κυλιστός < ἐκύλισα, κυλίω.