ὑψιπετής: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=u(yipeth/s
|Beta Code=u(yipeth/s
|Definition=ές, (πίπτω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fallen from heaven]], Παλλάδιον <span class="bibl">Eust.1520.62</span>, cf. Suid. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[lofty]], ἀμπτάμενος οὐράνιον ὑ. ἐς μέλαθρον <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>1101</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> v. foreg. fin.</span>
|Definition=ές, (πίπτω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fallen from heaven]], Παλλάδιον <span class="bibl">Eust.1520.62</span>, cf. Suid. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[lofty]], ἀμπτάμενος οὐράνιον ὑ. ἐς μέλαθρον <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>1101</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> v. foreg. fin.</span>
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>aus der [[Höhe]] od. vom [[Himmel]] [[gefallen]]</i>.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 21: Line 24:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[οὐρανοκατέβατος]]). Ἀπό τό ὕψι + [[πίπτω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[οὐρανοκατέβατος]]). Ἀπό τό ὕψι + [[πίπτω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>aus der [[Höhe]] od. vom [[Himmel]] [[gefallen]]</i>.
}}
}}

Revision as of 13:05, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπετής Medium diacritics: ὑψιπετής Low diacritics: υψιπετής Capitals: ΥΨΙΠΕΤΗΣ
Transliteration A: hypsipetḗs Transliteration B: hypsipetēs Transliteration C: ypsipetis Beta Code: u(yipeth/s

English (LSJ)

ές, (πίπτω) A fallen from heaven, Παλλάδιον Eust.1520.62, cf. Suid. 2 lofty, ἀμπτάμενος οὐράνιον ὑ. ἐς μέλαθρον E.Hec.1101 (lyr.). 3 v. foreg. fin.

German (Pape)

ές, aus der Höhe od. vom Himmel gefallen.

Russian (Dvoretsky)

ὑψιπετής: находящийся в вышине, горний (οὐράνιον μέλαθρον Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐπετής: -ές, (√ΠΕΤ, πίπτω), ὁ ἐκ τοῦ ὕψους, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσών, Εὐστ. 1520. 60, Σουΐδ.· πρβλ. Διϊπετής· ― καθόλου, οὐράνιον ὑψ. ἐς μέλαθρον Εὐρ. Ἑκ. 1100, πρβλ. τὸ τῆς σημερινῆς «οὐρανοκατέβατος». ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 309, 310.

Greek Monolingual

ο / ὑψιπέτης, ΝΜΑ, θηλ. υψιπέτις, -ιδος, Ν, και δωρ. τ. ὑψιπέτας Α
αυτός που πετάει στα ύψη
νεοελλ.
μτφ. αυτός που εκφράζει υψηλές έννοιες («υψιπέτις φαντασία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + -πέτης (< πέτομαι «πετώ»].
-ές / ὑψιπετής, -ές, ΝΜΑ
αυτός που έπεσε από τον ουρανό ή, γενικά, από ψηλά, ουρανοκατέβατος
νεοελλ.
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους πτηνών·

Mantoulidis Etymological

(=οὐρανοκατέβατος). Ἀπό τό ὕψι + πίπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.