βραχυκατάληκτος: Difference between revisions

From LSJ
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=βρᾰχῠκατάληκτος
|Full diacritics=βρᾰχῠκᾰτᾰ́ληκτος
|Medium diacritics=βραχυκατάληκτος
|Medium diacritics=βραχυκατάληκτος
|Low diacritics=βραχυκατάληκτος
|Low diacritics=βραχυκατάληκτος

Revision as of 11:13, 1 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχῠκᾰτᾰ́ληκτος Medium diacritics: βραχυκατάληκτος Low diacritics: βραχυκατάληκτος Capitals: ΒΡΑΧΥΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: brachykatálēktos Transliteration B: brachykatalēktos Transliteration C: vrachykataliktos Beta Code: braxukata/lhktos

English (LSJ)

ον,
A ending in a short syllable, A.D.Pron.50.24, Arc.192.20. Adv. βραχυκαταλήκτως f.l. for βραχυπαραλήκτως (q.v.), Sch.Ar.Pl.1057, = Suid. s.v. παιδιά.
II βραχυκατάληκτος μέτρον, short by a foot, Heph.4.4, Aristid.Quint. 1.23:—hence βραχυκαταληκτέω, terminate in a short syllable, Sch.Ar.Ra.317:—Subst. βραχυκαταληξία, ἡ, final short, Heph. Poëm.5.

Spanish (DGE)

-ον
I 1prosod., de palabras que termina en sílaba breve Tyrannio 3, A.D.Adu.150.20, 156.13, Pron.50.24, 81.8, Coni.253.2, Arc.192.20, Sch.Er.Il.1.565, 3.426, Eust.1148.49.
2 métr. al que le falta un pie de dos sílabas de metros, Heph.4.3, Aristid.Quint.46.12, Sch.Ar.Ra.316, Pl.1042.
II adv. βραχυκαταλήκτως = con la última sílaba breve Sch.Ar.Pl.1056, Sud.s.u. παιδία.

German (Pape)

[Seite 462] mit einer kurzen Sylbe endigend, Gramm.; häufiger, um einen Fuß zu kurz sein, μέτρα Arist. Quint. u. A.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχυκατάληκτος: стих.
1 оканчивающийся коротким слогом;
2 меньший на одну стопу, усеченный (μέτρον).

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχῠκατάληκτος: -ον, ὁ κατὰ ἕνα πόδα βραχύς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1043, κτλ.· -ἐντεῦθεν –ληκτέω, οὕτω καταλήγω, Σχόλ. εἰς Βατρ. 317· καὶ οὐσιαστ. –ληξία, ἡ, ὅτανστίχος εἶνε βραχὺς κατὰ ἕνα πόδα, Ἰωάν. Ἀλεξ. σ. 21. Πρβλ. καταληκτικός, ὑπερκατάληκτος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ βραχυκατάληκτος, -ον)
νεοελλ.
(για λέξη) αυτή που λήγει σε βραχεία συλλαβή
(αρχ. -μσν.) (για μέτρο ή στίχο) αυτός που είναι ελλιπής κατά τον τελευταίο πόδα.