αποκληρώνω: Difference between revisions
οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant
(5) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Μ ἀποκληρώνω, AM ἀποκληρῶ, -όω)<br />[[αποκλείω]] κάποιον από την κληρονομική [[μερίδα]] που του ανήκει<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παραχωρώ]] [[δικαίωμα]], [[προνόμιο]] κ.λπ.<br /><b>μσν.</b><br />[[αποξενώνω]] κάποιον από τα κτήματα ή τις κτήσεις του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκλέγω]] κάποιον σ' ένα [[αξίωμα]] με κλήρο<br /><b>2.</b> [[αποκλείω]] κάποιον από κάποιο [[αξίωμα]] με κλήρο<br /><b>3.</b> [[μοιράζω]] με κλήρο. | |mltxt=(Μ ἀποκληρώνω, AM ἀποκληρῶ, -όω)<br />[[αποκλείω]] κάποιον από την κληρονομική [[μερίδα]] που του ανήκει<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παραχωρώ]] [[δικαίωμα]], [[προνόμιο]] κ.λπ.<br /><b>μσν.</b><br />[[αποξενώνω]] κάποιον από τα κτήματα ή τις κτήσεις του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκλέγω]] κάποιον σ' ένα [[αξίωμα]] με κλήρο<br /><b>2.</b> [[αποκλείω]] κάποιον από κάποιο [[αξίωμα]] με κλήρο<br /><b>3.</b> [[μοιράζω]] με κλήρο. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[disinherit]]=== | |||
Arabic: حَرَمَ مِنَ ٱلْوَرَاثَة; Bulgarian: лишавам от наследство; Czech: vydědit; Dutch: [[onterven]]; Finnish: tehdä perinnöttömäksi, jättää perinnöttä; French: [[déshériter]]; German: [[enterben]]; Greek: [[αποκληρώνω]]; Ancient Greek: [[ἀποκηρύσσω]], [[ἀποκηρύττω]], [[ἀβστινατεύω]], [[ἐκτέμνω τῆς συγγενείας]], [[ἀπὸ κληρονόμων ποιεῖν τινά]], [[ἀπὸ κληρονόμων ποιεῖσθαι τινά]]; Italian: [[diseredare]]; Latin: [[exheredo]]; Maori: whakahoe; Polish: wydziedziczać, wydziedziczyć; Russian: [[лишить наследства]]; Slovak: vydediť; Spanish: [[desheredar]]; Thai: ตัดมิให้รับมรดก; Turkish: mirastan mahrum bırakmak | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 24 December 2022
Greek Monolingual
(Μ ἀποκληρώνω, AM ἀποκληρῶ, -όω)
αποκλείω κάποιον από την κληρονομική μερίδα που του ανήκει
αρχ.-μσν.
παραχωρώ δικαίωμα, προνόμιο κ.λπ.
μσν.
αποξενώνω κάποιον από τα κτήματα ή τις κτήσεις του
αρχ.
1. εκλέγω κάποιον σ' ένα αξίωμα με κλήρο
2. αποκλείω κάποιον από κάποιο αξίωμα με κλήρο
3. μοιράζω με κλήρο.
Translations
disinherit
Arabic: حَرَمَ مِنَ ٱلْوَرَاثَة; Bulgarian: лишавам от наследство; Czech: vydědit; Dutch: onterven; Finnish: tehdä perinnöttömäksi, jättää perinnöttä; French: déshériter; German: enterben; Greek: αποκληρώνω; Ancient Greek: ἀποκηρύσσω, ἀποκηρύττω, ἀβστινατεύω, ἐκτέμνω τῆς συγγενείας, ἀπὸ κληρονόμων ποιεῖν τινά, ἀπὸ κληρονόμων ποιεῖσθαι τινά; Italian: diseredare; Latin: exheredo; Maori: whakahoe; Polish: wydziedziczać, wydziedziczyć; Russian: лишить наследства; Slovak: vydediť; Spanish: desheredar; Thai: ตัดมิให้รับมรดก; Turkish: mirastan mahrum bırakmak