ἀνουθέτητος: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no admite consejos]] de los tiranos ἀνουθέτητοι διατελοῦσιν Isoc.2.4, de Filipo, D.<i>Ep</i>.3.11, λόγοι Ph.2.266 (I p.211)<br /><b class="num">•</b>de ahí ἀνουθέτητόν ἐστιν ἡ παρρησία Men.<i>Mon</i>.60, fig. θάλασσα Cyr.Al.M.69.528B.<br /><b class="num">2</b> [[incurable]] νόσος Cyr.Al.M.73.665C.<br /><b class="num">3</b> [[inexorable]] ἡ θεία τε καὶ | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no admite consejos]] de los tiranos ἀνουθέτητοι διατελοῦσιν Isoc.2.4, de Filipo, D.<i>Ep</i>.3.11, λόγοι Ph.2.266 (I p.211)<br /><b class="num">•</b>de ahí ἀνουθέτητόν ἐστιν ἡ παρρησία Men.<i>Mon</i>.60, fig. [[θάλασσα]] Cyr.Al.M.69.528B.<br /><b class="num">2</b> [[incurable]] [[νόσος]] Cyr.Al.M.73.665C.<br /><b class="num">3</b> [[inexorable]] ἡ θεία τε καὶ ἀνουθέτητος [[ὀργή]] Cyr.Al.M.70.356C.<br /><b class="num">4</b> subst. [[τὸ ἀνουθέτητόν]] = [[lo incorregible]] Plu.2.283f. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:26, 26 December 2022
English (LSJ)
ον, A unwarned, unadmonished, Isoc.2.4, D.Ep.3.11. 2 that will not be warned, Men.Mon.49, Plu.2.283f.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no admite consejos de los tiranos ἀνουθέτητοι διατελοῦσιν Isoc.2.4, de Filipo, D.Ep.3.11, λόγοι Ph.2.266 (I p.211)
•de ahí ἀνουθέτητόν ἐστιν ἡ παρρησία Men.Mon.60, fig. θάλασσα Cyr.Al.M.69.528B.
2 incurable νόσος Cyr.Al.M.73.665C.
3 inexorable ἡ θεία τε καὶ ἀνουθέτητος ὀργή Cyr.Al.M.70.356C.
4 subst. τὸ ἀνουθέτητόν = lo incorregible Plu.2.283f.
German (Pape)
[Seite 242] ungewarnt, Isocr. 2, 4; der sich nicht warnen läßt, Dem. ep. 3; Clem. Al.; παῤῥησία Man. monost. 49.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non blâmé, non averti.
Étymologie: ἀ, νουθετέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνουθέτητος:
1 непредостереженный, непредупрежденный Isocr.;
2 не слушающий никаких предупреждений, неисправимый Dem., Men., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνουθέτητος: -ον, ὁ μὴ νουθετηθείς, Ἰσοκρ. 15C: 2) ὁ μὴ θέλων νὰ ἀκούσῃ νουθεσίαν, Δημ. 1477.14, Μενάνδρου Μονόστ. 49.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνουθέτητος, -ον)
εκείνος που δεν νουθετήθηκε, που δεν καθοδηγήθηκε με συμβουλές
αρχ.-μσν.
ανεπίδεκτος νουθεσίας.